Έμφυλη ταυτότητα - Ηθικά και νομικά διλήμματα στον απόηχο της ψήφισης του νόμου 4491/2017

Ο ψηφισθείς από την ελληνική Βουλή και δημοσιευθείς την 13η Οκτωβρίου νόμος 4491/2017 με τίτλο «Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και άλλες διατάξεις» προβλέπει το δικαίωμα αναγνώρισης της ταυτότητας του φύλου, με κριτήριο την υποκειμενική αίσθηση με την οποία το βιώνει καθένας, ανεξαρτήτως του φύλου εκείνου που καταχωρίσθηκε κατά τη γέννησή του, με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Οι εν λόγω διατάξεις του νόμου δε θεσπίσθηκαν με τη λογική της νομικής κατοχύρωσης παγιωμένων σε ευρεία κοινωνική βάση αξιών, αλλά με εκείνη της χάραξης νέων ηθικών κατευθύνσεων. Αναπόδραστα, λοιπόν, συνεφέλκονται με τη δημιουργία οξύτατων αντιδράσεων, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Η διαπίστωση πως οι διαπαλαίουσες απόψεις σχηματίσθηκαν, ως επί το πλείστον, ως απότοκο συναισθηματικών παρορμήσεων, διαμορφωμένων στη βάση των προσωπικών βιωμάτων καθενός, δηλαδή ως απόρροια περισσότερο της τυχαιότητας και λιγότερο της έλλογης επεξεργασίας των δεδομένων, δημιουργεί την πρόκληση μιας εμβριθούς προσέγγισης του ζητήματος.

Επειδή μόνον έωλοι λογικοί συλλογισμοί αναπτύσσονται επί σαθρού γνωστικού υποβάθρου, επιχειρείται, εισαγωγικώς, πρώτον, η αποσαφήνιση κομβικών για την κατανόηση του θέματος εννοιών, και, δεύτερον, η παρουσίαση της προϊσχύουσας και ισχύουσας νομικής πραγματικότητας που το πλαισιώνει. Ως προς το πρώτο σκέλος, επισημαίνεται πως παρατίθεται το επικρατέστερο, αλλά όχι πάντοτε σύμφωνο με την άποψη της γράφουσας, περιεχόμενο των κρίσιμων όρων.

Εννοιολογικές διευκρινίσεις

  • Εν πρώτοις, καίρια είναι η διάκριση μεταξύ βιολογικού (sex) και κοινωνικού (gender) φύλου. Το πρώτο καθορίζεται από την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, κυρίως από το είδος των γεννητικών οργάνων που αυτό διαθέτει. Έτσι, οι άνδρες φέρουν συνήθως χρωμοσώματατύπου ΧΥ, ενώ οι γυναίκες χρωμοσώματα ΧΧ. Από την άλλη, το κοινωνικό φύλο διακρίνεται βάσει των συμπεριφορών εκείνων που υιοθετεί το άτομο, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Με κριτήριο το αν η κοινωνία αποδίδει τα χαρακτηριστικά αυτών των συμπεριφορών σε έναν άνδρα ή μια γυναίκα, προσδιορίζεται και η αντίστοιχη ταυτότητα του φύλου. Μάλιστα, ευρέως υποστηρίζεται πως το κοινωνικά φύλο δεν επιδέχεται πάντοτε τον χαρακτηρισμό ανδρικό ή γυναικείο, καθ’ ότι κάποιος μπορεί να εκδηλώνει συμπεριφορές που προσιδιάζουν και στα δύο βιολογικά φύλα. Γίνεται δε από πολλούς δεκτό πως η έννοια του κοινωνικού φύλου δεν είναι αποκλειστικώς συνυφασμένη με το σεξ, διότι τα κρίσιμα χαρακτηριστικά επεκτείνονται σε ολόκληρο το φάσμα της ψυχοκοινωνικής ανθρώπινης υπόστασης.

  • Ο όρος «trans» ή «transgender» ή «διαφυλικός» ή «διεμφυλικός» αποδίδεται στο άτομο εκείνο του οποίου το βιολογικό φύλο δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό. Για λόγους σεβασμού του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού τους, ένας, από βιολογικής άποψης, άνδρας που επιθυμεί να χαρακτηρίζεται γυναίκα καλείται «μία» τρανς και αντιστρόφως. Αναλόγως με τον αν το διεμφυλικό άτομο είναι ομοφυλόφιλο, ετεροφυλόφιλο, αμφιφυλόφιλο ή ασεξουαλικό, συνουσιάζεται με άτομα του αντίθετου, του ίδιου, και των δύο φύλων ή έχει ανύπαρκτη σεξουαλική δραστηριότητα, αντιστοίχως. Επιπλέον, είναι πιθανό να έχει υποβληθεί σε εγχείρηση αλλαγής φύλου, σε διαδικασία χορήγησης ορμονών ή να μην έχει προβεί σε καμία σχετική ενέργεια. Όλες οι δυνατές περιπτώσεις σεξουαλικού προσανατολισμού των διαφυλικών θα μπορούσαν, σχηματικά, να απεικονισθούν ως εξής:

Βιολογικό

φύλο

Κοινωνικό

φύλο

Ερωτικός

σύντροφος

Χαρακτηρισμός

Άνδρας

Γυναίκα

Άνδρας

Ετεροφυλόφιλη

Άνδρας

Γυναίκα

Γυναίκα

Ομοφυλόφιλη

Άνδρας

Γυναίκα

Άνδρας, γυναίκα

Αμφιφυλόφιλη

Άνδρας

Γυναίκα

Ασεξουαλική

Γυναίκα

Άνδρας

Γυναίκα

Ετεροφυλόφιλος

Γυναίκα

Άνδρας

Άνδρας

Ομοφυλόφιλος

Γυναίκα

Άνδρας

Γυναίκα, άνδρας

Αμφιφυλόφιλος

Γυναίκα

Άνδρας

Ασεξουαλικός

Συνάγεται, επομένως, πως καθοριστικό στοιχείο για την απόδοση του όρου «διεμφυλικός» σε ένα πρόσωπο είναι η ψυχική στάση του ιδίου και όχι το φύλο εκείνου με τον οποίο συνευρίσκεται. Ακόμη, προς αποφυγή συγχύσεως μεταξύ ομοφυλοφιλικής και τρανς ομοφυλοφιλικής κοινότητας, διευκρινίζεται πως στην πρώτη περίπτωση συμπίπτουν τα βιολογικά φύλα του ερωτικού ζεύγους, ενώ στη δεύτερη τα κοινωνικά. Για παράδειγμα, ένας γεννημένος άνδρας που συνουσιάζεται με γυναίκες καλείται ετεροφυλόφιλος, εφόσον βιώνει το φύλο του ως αρσενικό, αλλά τρανς ομοφυλόφιλη, στην αντίθετη περίπτωση. Αντιστοίχως, στην περίπτωση που έρχεται σε ερωτική επαφή με άνδρες, χαρακτηρίζεται ως ομοφυλόφιλος, αν αποδέχεται πως είναι άνδρας και κοινωνικώς, ειδάλλως πρόκειται για τρανς ετεροφυλόφιλη.

  • Επιμέρους κατηγορία διεμφυλικών ατόμων αποτελούν οι «transexual» ή «φυλομεταβατικοί», εκείνοι δηλαδή οι οποίοι διαφέρουν ως προς το ότι, αφενός, σκέπτονται να προβούν ή έχουν ήδη προβεί σε – μερική ή πλήρη – φυλομεταβάση και, αφετέρου, αποδέχονται το δυαδικό σύστημα των φύλων, σε αντίθεση με τους υπολοίπους, οι οποίοι, πιθανώς, τοποθετούνται σε κάποιο ενδιάμεσο σημείο μεταξύ των άκρων αυτού του διπόλου.

  • Τέλος, «τραβεστί» (εκ της λατινικής λέξεως «vestis», που σημαίνει «ρούχο») ή «παρενδυτικά» καλούνται τα άτομα, κατά κύριο λόγο άνδρες, που αρέσκονται να ντύνονται με ρούχα του αντίθετου βιολογικού φύλου. Η κοινωνική αυτή ομάδα δε σχετίζεται πάντοτε με το υπό κρίσιν ζήτημα της έμφυλης ταυτότητας, διότι οι ενδυματολογικές επιλογές και, εν γένει, η εμφάνιση κατά τα πρότυπα του αντίθετου βιολογικού φύλου δεν πηγάζει, απαραίτητα, από ενδόμυχη ταύτιση με το φύλο το οποίο υποδύονται.

Νομικό καθεστώς

Το μέχρι πρότινος νομικό τοπίο ήταν εξαιρετικά θολό, καθώς ο όρος «αλλαγή φύλου» (ήδη αντικατασταθείς, με τον πρόσφατο νόμο, από τη φράση «διόρθωση φύλου») απαντάτο στο άρθρο 14 του νόμου 244/1976 με τίτλο «Περί ληξιαρχικών πράξεων». Σύμφωνα με αυτό, η υποχρέωση της διοίκησης να καταχωρίσει επελθούσα μεταβολή των στοιχείων του ενδιαφερομένου στο κρατικό πληροφοριακό σύστημα, κατόπιν – μεταξύ άλλων – αλλαγής φύλου, ενεργοποιείτο με την προσκόμιση πιστοποιητικού αμετακλήτου δικαστικής απόφασης. Ελλείψει ειδικότερης ρυθμίσεως, η δικαστηριακή πρακτική διαμόρφωσε ως προϋποθέσεις ικανοποίησης του αιτήματος αλλαγής φύλου την προηγουμένη της αιτήσεως υποβολή σε πολυδάπανη και ψυχοσωματικά επίπονη χειρουργική επέμβαση φυλομετάβασης, αφού λάμβανε χώρα ψυχιατρική εξέταση και ορμονοθεραπεία. Ουσιαστικά, διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου δε νοείτο.

Το έναυσμα για τη νομοθετική πρωτοβουλία που θα μετέβαλε το ελληνικό νομικό καθεστώς αυτοπροσδιορισμού απετέλεσε η εκδοθείσα τον Απρίλιο του 2017 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί της υποθέσεως «Α.P., Garçon και Nicot κατά Γαλλίας», κατά την οποία ο μονόδρομος της ανάπλασης των γεννητικών οργάνων και της, κατ’ επέκτασιν, στείρωσης στον οποίο εξωθούνται τα διαφυλικά άτομα, προκειμένου να διορθώσουν το φύλο τους, θίγει το προβλεπόμενο στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Σημειωτέον πως η προαναφερθείσα Σύμβαση, συναφθείσα στο πλαίσιο ενός διεθνούς οργανισμού, του Συμβουλίου της Ευρώπης, συνιστά διεθνές δίκαιο, υπερισχύον έναντι κάθε αντίθετης διάταξης κοινού εθνικού νόμου. Ως εκ τούτου, απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που διαπιστώνει μη συμμόρφωση του τελευταίου στη Σύμβαση, επισύρει κυρώσεις για το κράτος, συνιστώντας εν είδει δαμοκλείου σπάθης επικρεμαμένης άνωθεν των συμβαλλομένων κρατών. Κατόπιν τούτων, καθίσταται σαφές πως τα εδάφια του νόμου 4491/2017 που μετέβαλαν άρδην, προς το ευμενέστερον, τη νομική μεταχείριση της διεμφυλικής κοινότητας είναι τα εξής:

– Άρθρο 2§1: Ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίσθηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά.

– Άρθρο 3§1: Σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας φύλου και καταχωρισμένου φύλου, το πρόσωπο μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου, ώστε αυτό να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα.

– Άρθρο 3§2: Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, με εξαίρεση τους ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει ρητή συναίνεση των ασκούντων τη γονική τους μέριμνα, και τους ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον υπάρχει, επιπλέον, θετική γνωμάτευση διεπιστημονικής Επιτροπής.

– Άρθρο 3§4: Για τη διόρθωση του καταχωρισμένου φύλου δεν απαιτείται να βεβαιώνεται ότι το πρόσωπο έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε προηγούμενη ιατρική επέμβαση. Δεν απαιτείται, επίσης, η οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση ή ιατρική αγωγή που σχετίζεται με τη σωματική ή ψυχική του υγεία.

– Άρθρο 4§4: Η νέα ληξιαρχική πράξη μπορεί στο εξής να αλλάξει μία φορά, με την ίδια διαδικασία και τις ίδιες προϋποθέσεις.

Ηθική προσέγγιση

Η ηθική αξίωση του ατόμου να απαρνείται το βιολογικό του φύλο και να δηλώνει πως εκφράζεται από το άλλο, ως εγγύτερο στην ψυχοσύνθεσή του, δίχως να έχει υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, συνοπτικώς:

α. Πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτή, δίχως να αποδίδεται αρνητικός χαρακτηρισμός στο εν λόγω άτομο, εξ αυτής της δήλωσής του και μόνον.

β. Είναι επουσιώδης ως προς την ηθική προαγωγή μιας κοινωνίας.

α. Αναλυτικότερα, αναντίρρητα η δυνατότητα εξωτερίκευσης, εκ μέρους ενός διεμφυλικού, του γεγονότος πως δεν αντιλαμβάνεται ως φύλο του εκείνο το οποίο συμπίπτει με τα ανατομικά του χαρακτηριστικά αποτελεί πτυχή του δικαιώματος σεβασμού της ανθρώπινης αξίας και προσωπικότητας, υπό την ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας έκφρασης. Επιπλέον, μια τέτοια ψυχοκοινωνική στάση δε θα έπρεπε να θεωρηθεί επιλήψιμη, να επισύρει ηθική απαξία, για τον απλούστατο λόγο πως αυτή καθεαυτή δεν είναι χρωματισμένη ηθικά. Ευκταίο, ακόμη, θα ήταν να εκλείψουν φαινόμενα κοινωνικού στιγματισμού και άνισης μεταχείρισης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της δυσχέρειας εύρεσης θέσεων εργασίας. Τέτοιου είδους αντιμετώπιση συνιστά δυσμενή διάκριση και απαντάται, δυστυχώς, συχνότατα, προσβάλλοντας κατάφωρα το κατέχον δεσπόζουσα θέση στο κοινό περί δικαίου αίσθημα δικαίωμα της ισότητας.

β. Περαιτέρω, στην αναγνώριση της ως άνω αξίωσης θα δοθούν οι σωστές διαστάσεις, ως προς την συμβολή της στην ανέλιξη του ηθικού πολιτισμού, αν επιχειρηθεί προσέγγιση υπό οπτική γωνία που επιτρέπει ευρύτερη θεώρηση του ζητήματος. Ως ηθική θα μπορούσε να ορισθεί το πεδίο εκείνο της φιλοσοφίας με αντικείμενο τη διαμόρφωση ενός αξιολογικού κώδικα, δηλαδή την ανεύρεση του ορθώς πράττειν σε διάφορες πτυχές της ζωής, ώστε να αναχθεί ο άνθρωπος σε ανώτερο επίπεδο ύπαρξης. Σε αυτό το σημείο, μπορεί να υποστηριχθεί η ένσταση της υπεισέλευσης του υποκειμενικού στοιχείου στον ορισμό αυτόν, ο οποίος αποτελεί και τη βάση ανάπτυξης του ακόλουθου συλλογισμού, με το επιχείρημα πως η ηθική δε διαθέτει εξ ορισμού τελολογικό χαρακτήρα, με την αναγωγή της ανθρώπινης εξύψωσης σε αυτοσκοπό της. Ωστόσο, η απόλυτη σχετικοποίηση αφηρημένων εννοιών εγκυμονεί κινδύνους ισοπέδωσής τους. Εξάλλου, επιχειρείται, κατά δύναμιν, αντικειμενικοποιημένη προσέγγιση, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πουθενά δε διατυπώθηκε η απαίτηση να εκληφθούν και να υιοθετηθούν οι υποστηριχθείσες θέσεις ως καθολικές αλήθειες. Παραδείγματα αξιών, λοιπόν, που αναδείχθηκαν, και μάλιστα από αιματηρούς αγώνες, συνιστούν η ελευθερία έκφρασης πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων. Συνεπώς, μεταβολή στο ηθικό σύστημα της ανθρωπότητας επέφερε και η διεκδίκηση της δυνατότητας να λέμε «Είμαι άθεος», «Είμαι δημοκράτης», μεταβολή επιφέρει και το να λέμε «Ναι μεν έχω γυναικεία γεννητικά όργανα, αλλά, ψυχοσεξουαλικά, νιώθω άνδρας». (Δε γίνεται αναφορά στη δυνατότητα να δηλώνει κάποιος πως έλκεται από άτομα αντίθετου φύλου, καθώς η ελευθερία έκφρασης των σεξουαλικών προτιμήσεων έχει, πλέον, παγιωθεί κοινωνικώς και τυχόν αντιδράσεις κατ’ εξαίρεσιν εκδηλώνονται, αλλά, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, στην εξωτερίκευση της αίσθησής του πως ανήκει στο αντίθετο φύλο.) Είναι αδύνατον, εντούτοις, να μη τοποθετήσει κάποιος, έλλογα σκεπτόμενος και απαλλαγμένος από συναισθηματισμούς, χαμηλά αξιολογικώς στο προσωπικό αξιακό του σύστημα την κατοχύρωση της ελεύθερης έκφρασης του τρόπου με τον οποίον αντιλαμβάνεται κανείς τον εαυτό του σεξουαλικά. Πιο συγκεκριμένα, φυσικά και είναι καίριας σημασίας να πάψουν να υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται φυλακισμένοι στο ίδιο τους το σώμα, φυσικά και θα έπρεπε εκδηλώνουν άφοβα ό,τι νιώθουν. Κι έστω ότι το δηλώνουν περίτρανα. Κι ορθώς. Πόσο προήχθη ηθικά η κοινωνία μας εξ αυτού; Πόσο εξυψώθηκε ο άνθρωπος; Δεν προβάλλω το ηθικά επουσιώδες της αξίωσης ως επιχείρημα περί μη ικανοποίησής της, αλλά ως διαπίστωση του παραλόγου της αναγόρευσής της σε ηρωισμό, σε αγώνα πάταξης του μικροαστισμού, του συντηρητισμού, ως προβάλλεται. Και η έκταση που δίδεται είναι τόσο μεγάλη, όπως μπορεί οποιοσδήποτε να διαπιστώσει με μια ματιά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και δικτύωσης ή από τις κοινωνικές συναναστροφές του, ώστε θα ήταν μάλλον ατόπημα να θεωρηθεί υποκειμενική θεώρηση.

Θα μπορούσε να διατυπωθεί η αντίρρηση πως το συμπέρασμα περί δευτερευούσης σημασίας της ικανοποίησης των αιτημάτων των διαφυλικών για την εξύψωση του ανθρώπου συνάγεται στη βάση της θέσεως πως η δυσφορία για το φύλο τους περιορίζεται μόνον στη σεξουαλικότητά τους και όχι στην ιδιοσυγκρασία τους εν συνόλω. Πράγματι, σε αντίθεση με τον εκτεθέντα στο εισαγωγικό τμήμα του κειμένου κοινώς αποδεκτό ορισμό, υποστηρίζεται πως οποιοδήποτε χαρακτηριστικό της ανθρώπινης προσωπικότητας πέραν της σεξουαλικότητας δεν αποτελεί κριτήριο διαχωρισμού των φύλων και, ως εκ τούτου, δε δικαιολογεί αυτό καθαυτό τη δημιουργία επιθυμίας αυτοκαθορισμού του ως ατόμου αντίθετου φύλου. Εκείνο μονάχα που, ασύνειδα, συνυφαίνεται με την επιθυμία αυτή είναι η αίσθηση με την οποία υποκειμενικώς βιώνει τον τρόπο με τον οποίο ικανοποιείται σεξουαλικά. Οι κοινωνικές συμπεριφορές που μεταβάλλονται και παύουν να συνάδουν με το ανατομικό του φύλο δεν είναι παρά οι άμεσα απορρέουσες από το βίωμα αυτό, όπως η κόμμωση, ο καλλωπισμός, η ομιλία, η γλώσσα του σώματος, η ενδυμασία. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό πως αυτές οι «παρεκκλίνουσες» εκδηλώσεις επεκτείνονται στην ιδιοσυστασία του συνολικά, διότι μόνον απορριπτέο στερεότυπο θα μπορούσε να αποτελέσει η θέση πως γενικά ενδιαφέροντα (λ.χ. το ποδόσφαιρο ή το μπαλέτο), ικανότητες (λ.χ. μαθηματική αντίληψη ή ικανότητα προς απομνημόνευση) ή στοιχεία του χαρακτήρα (λ.χ. επιθετικότητα ή υποχωρητικότητα) αποτελούν ίδιον αποκλειστικώς του ενός φύλου. Τα μόνα δεσμά, λοιπόν, που διαρρηγνύονται είναι σεξουαλικής φύσεως.

Νομικές διαστάσεις

Ως προς τη νομική κατοχύρωση του δικαιώματος επιλογής φύλου, εκτιμάται πως:

α. Το επίμαχο δικαίωμα διόρθωσης της έμφυλης ταυτότητας κατά τη βούληση του αιτούντος, δίχως την υποβολή σε σχετική ιατρική διαδικασία, ώστε να υπάρξει αντιστοιχία, ή έστω σύγκλιση, με τα βιολογικά του χαρακτηριστικά του δε χρήζει νομικής προστασίας. Ο νόμος 4491/2017, ως προς αυτό το τμήμα, δε θα έπρεπε να ψηφισθεί με αυτό το περιεχόμενο. Κι αυτό διότι κρίνεται πως ο σεβασμός προς μια ψυχική στάση δε θεωρείται επαρκής συνθήκη ανατροπής μιας βιολογικής πραγματικότητας, πολλώ δε μάλλον όταν η ανατροπή αυτή προοιωνίζεται τη δημιουργία επίφοβων ψυχολογικών ανισορροπιών και κοινωνικής αστάθειας.

β. Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου, το οποίο επεκτείνει το κατώτατο ηλικιακό όριο νομικού προσδιορισμού του φύλου σε ανηλίκους 15 ετών, υπό την προϋπόθεση παροχής γονικής συναίνεσης και εγκρίσεως εκ μέρους διεπιστημονικής Επιτροπής, έχει, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ανησυχητικές προεκτάσεις, δεδομένου του τεκμηρίου ελλείψεως ωριμότητας για μια τόσο καθοριστική για τη μετέπειτα ζωή τους απόφαση.

α. Πιο διεξοδικά, δε χρησιμοποιήθηκε, για την παρουσίαση της εσώτερης στάσης των διαφυλικών, έως τώρα τυχαία η φράση «Νιώθω άνδρας ή γυναίκα» και δεν απεφεύχθη τυχαία η έκφραση «Είμαι άνδρας ή γυναίκα». Οι φρασιολογικές αυτές επιλογές δεικνύουν την απόρριψη της θέσεως πως η έννοια του κοινωνικού φύλου υπερισχύει έναντι του βιολογικού. Άτομο με ανδρικά γεννητικά όργανα που νιώθει γυναίκα είναι άνδρας. Δε μπορεί να τεθεί ένα βιολογικό, πραγματικό γεγονός σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με μια προσωπική, και πιθανόν ευμετάβλητη, αίσθηση και εξ αυτής εκείνο να ανατραπεί. Βεβαίως, είναι αδύνατον να συναινέσει κανείς στη διατήρηση εφ’ όρου ζωής μιας κατάστασης κατά την οποία άνθρωποι παραμένουν σε ένα σώμα που δε συνάδει με τον ψυχισμό τους, όποια κι αν είναι η αιτία διαμόρφωσης του ψυχισμού αυτού, όντας δυστυχισμένοι. Γι’ αυτό, το κράτος οφείλει να διαμορφώσει σύστημα πρόνοιας κάλυψης των εξόδων υποβολής στη διαδικασία αλλαγής φύλου, για όσους το επιθυμούν. Έτσι, ένας άνδρας που δηλώνει γυναίκα (δηλαδή μία διαφυλική), η οποία συνευρίσκεται σεξουαλικά με άνδρα, μπορεί είτε να δηλώσει άνδρας ομοφυλόφιλος, δηλαδή θηλυπρεπής μεν, άνδρας δε, είτε να υποβληθεί σε επέμβαση φυλομετάβασης, οπότε θα πρόκειται για γυναίκα ετεροφυλόφιλη. Αντιστοίχως, αν συνουσιάζεται με γυναίκα, είτε θα χαρακτηρισθεί ετεροφυλόφιλος με στοιχεία θηλυπρέπειας, είτε θα διορθώσει το φύλο του εγχειριζόμενος σε γυναίκα, και χαρακτηριζόμενος, στο εξής, ως γυναίκα ομοφυλόφιλη.

Σε αυτό το σημείο εύλογα θα μπορούσε αντιπαρατεθεί κανείς πως η εννοιολογική ή η ιστορική προτεραιότητα του όρου του βιολογικού φύλου έναντι του κοινωνικού δεν προεξοφλεί και την κανονιστική. Εξάλλου, ο ρόλος του νομοθετικού συστήματος έγκειται ακριβώς στη μετουσίωση του δέοντος, και όχι του είναι, σε δεσμευτικό κανόνα, με στόχευση στη ρύθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων τοιουτοτρόπως ώστε να επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα κι ευημερία. Και στην περίπτωση, ωστόσο, που παραμερισθεί η αυστηρώς ορθολογιστική και υιοθετηθεί η δεοντολογική έποψη του ζητήματος, δεν μπορεί η αμφιλεγόμενη ρύθμιση να κριθεί σκόπιμη. Σε αυτήν την κρίση καταλήγει κάποιος αν αναλογισθεί πως η διαπίστωση απόκλισης μεταξύ του καταχωρισμένου και του κοινωνικού του φύλου συνιστά ένα ρήγμα στην ταυτότητα του ατόμου, καθώς εκείνο θα κληθεί να ανταπεξέλθει σε μία, συνήθως, μακροχρόνια και ψυχοφθόρα διαδικασία επαναπροσδιορισμού της υπόστασής του απέναντι τόσο στον κοινωνικό του περίγυρο, όσο και στο ίδιο. Πάμπολλες συνεντεύξεις καταδεικνύουν τα εσωτερικά αδιέξοδα που βιώνει, τις ενδόμυχες αναζητήσεις που το απομυζούν ψυχολογικά, ακόμη κι όταν δεν τίθεται ζήτημα αποδοχής των επιλογών του από τρίτους. Η, συχνότατα διεγνωσμένη ως καταθλιπτική, ψυχολογική αυτή κατάσταση, είναι αναπόφευκτο απότοκο μιας μεταστροφής που κλονίζει τα θεμέλια της ύπαρξής του. Από την άλλη, οι παράγοντες που κατατείνουν στη διαμόρφωση μιας διαφυλικής προσωπικότητας είναι είτε βιολογικοί είτε ψυχοκοινωνικοί, αναλόγως με τον αν αυτή καθορίσθηκε από εκ γενετής χαρακτηριστικά, όπως το είδος των χρωμοσωμάτων στο DNA, οπότε είναι αναπόφευκτη, ή από ερεθίσματα εντός του περιβάλλοντός του. Στη βάση των ανωτέρω συλλογισμών καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως η πρόβλεψη νομικής φυλομετάβασης αποτελεί, κατ’ ουσίαν, η ίδια ένα κοινωνικό ερέθισμα ικανό να εγείρει αμφιβολίες, ως προς την έμφυλη ταυτότητα, σε ολοένα και μεγαλύτερη πληθυσμιακή βάση, καθώς εδραιώνει μια αντίληψη κατά την οποία ο άνθρωπος, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ζωής του, φθάνοντας σε ένα τρόπον τινά σταυροδρόμι, θα κληθεί να επιλέξει το νομικό φύλο του. Έτσι, άτομα δίχως βιολογική προδιάθεση μεταστροφής προς το αντίθετο φύλο, εισέρχονται αυτομάτως στη διαδικασία γέννησης προβληματισμών και, ίσως, αμφισβήτησης της υπόστασης τους, ορμώμενοι από τη γνώση και μόνον της δυνατότητας διόρθωσης του φύλου τους, όχι από αυθόρμητη εσώτερη παρόρμηση. Η διαδικασία αυτή είναι απευκτέα, όχι διότι η πιθανή άρνηση του ανατομικού τους φύλου θεωρείται παθολογική, αλλά επειδή η πορεία από την αμφισβήτηση έως την λήψη απόφασης κι από αυτήν έως την αποδοχή της φέρνει κατά κανόνα το πρόσωπο αντιμέτωπο με ψυχολογικά προβλήματα. Και πώς να μην καθίσταται η κατάληξη αυτή αναπόδραστη, όταν αποξενώνεται από ένα τμήμα του είναι του και καλείται να συμφιλιωθεί με εκείνο που επέλεξε, στη θέση αυτού, να ενσωματώσει;

Ακόμη, η θέσπιση τόσο χαλαρών προϋποθέσεων αυτοπροσδιορισμού της έμφυλης ταυτότητας αρνείται, ουσιαστικά, την υπεροχή των βιολογικών θεσφάτων, αναγορεύει την ανθρώπινη επιθυμία σε αδιαπραγμάτευτο παράγοντα καθορισμού του ανθρώπου και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, παγιώνει μια παράλογη «λογική», ικανή να ανατρέψει κι άλλα στοιχεία εκ της γεννήσεως καθοριζόμενα. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, με το ίδιο σκεπτικό, να ισχυρισθεί κανείς πως, ναι μεν στην ταυτότητά του αναγράφεται ως ιθαγένειά του η ελληνική, εντούτοις, παιδιόθεν, έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον βραζιλιάνικο πολιτισμό, γνωρίζει την πορτογαλική γλώσσα άπταιστα, σε καταφανώς υψηλότερο επίπεδο από ό,τι την ελληνική, λατρεύει τη σάμπα και, εν γένει, απαρνείται τον ελληνικό πολιτισμό, καθ’ ότι αισθάνεται βαθύτατα Βραζιλιάνος. Άλλος δύναται να διατείνεται ότι στα ληξιαρχικά έγγραφα καταγράφεται ως γεννηθείς το 1982, ωστόσο ο τρόπος ζωής και σκέψης του προσιδιάζει σε άνθρωπο κατά 10 χρόνια νεότερο. Η ισοπέδωση, λοιπόν, των φύσει αποκτηθέντων στοιχείων της ανθρώπινης ταυτότητας, καταλήγει στη διαμόρφωση μιας χαώδους κοινωνίας παραλογισμού, αστάθειας και, εν τέλει, αποδιοργάνωσης.

Εξάλλου, ακόμη και αν παραμερισθεί η έλλειψη σκοπιμότητάς του, μία εγγύτερη προσέγγιση του υιοθετηθέντος από τη διαφυλική κοινότητα σκεπτικού καταλήγει στη διαπίστωση πως αυτό ενέχει αντιφάσεις. Πράγματι, η ίδια διατείνεται πως οι περισσότεροι κανόνες κοινωνικής παρουσίας συνιστούν μικροαστικές, στερεοτυπικές, κι επομένως καταρριπτέες -ή έστω αρνητικώς αποτετιμημένες αξιολογικά- κοινωνικές συμβάσεις. Από την άλλη, χρησιμοποιεί αυτές τις ίδιες ως κριτήριο καθορισμού του φύλου, αναλόγως της αντιστοιχίας στην οποία έχει προβεί, τυχαίως, η συγκεκριμένη κοινωνία, στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Μάλιστα, αυτή ακριβώς η άρνηση του διαχωρισμού των εκάστοτε συμβατικών συμπεριφορών σε προσιδιάζουσες στο ανδρικό ή γυναικείο φύλο είναι η αιτία της απόρριψης του αιτήματος κατοχύρωσης έμφυλου αυτοπροσδιορισμού από τους υποστηρικτές του κινήματος του ακραίου φεμινισμού. Επιπλέον, η σχετικοποίηση εκ μέρους των υποστηρικτών του έμφυλου αυτοκαθορισμού κορυφώνεται με τον ισχυρισμό πως είναι πιθανός ο συγκερασμός στάσεων που αποτελούν ίδιον και των δύο φύλων στο ίδιο άτομο, εξ ου και το εύλογον της κατάρριψης της θέσεως πως υφίστανται μόνο δύο κοινωνικά φύλα. Εφόσον, λοιπόν, η έννοια του κοινωνικό φύλου διαθέτει τόσο ρευστό υπόβαθρο, γιατί να αποτελέσει επαρκή λόγο υπέρβασης του βιολογικού και γιατί το τελευταίο να χαρακτηρίζεται ως «ιδεοληψία»; Προκύπτουν, σαφώς, κενά στη λογική αλληλουχία των εκτεθέντων συλλογισμών.

β. Ειδικότερα, ως προς τη ρύθμιση που προβλέπει ως κατώτατο όριο ηλικίας επιλογής φύλου τα 15 έτη, η εφαρμογή της προμηνύει επικίνδυνες καταστάσεις ως προς την εφηβική ψυχική υγεία. Η άνευ εχεγγύων προστασίας του ατόμου ικανοποίηση δικαιωμάτων του δεν τίθεται πάντοτε υπέρ των συμφερόντων του. Άλλωστε, αυτό αποδεικνύει πολλάκις η ελληνική νομική πραγματικότητα, όταν θέτει περιορισμούς, ως προς την ικανοποίηση μιας έννομης αξίωσης, προκειμένου να διασφαλίσει τη διαμόρφωση μιας περισσότερο λελογισμένης και λιγότερο επιπόλαιης δήλωσης βούλησης. Πώς είναι δυνατόν τόσα άρθρα ελληνικών νομοθετημάτων να απαγορεύουν – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – συμβάσεις, όπως το άρθρο 135 του Αστικού Κώδικα μια μη πληρούσα συγκεκριμένους κι αυστηρούς όρους αγοραπωλησία, διενεργούμενες από ανήλικους, ως αποτέλεσμα μιας στάθμισης κατά την οποία υπερισχύει η προστασία της περιουσίας, ενώ να θεσπίζονται χαλαρότερες προϋποθέσεις για νομικές πράξεις που έγκεινται σε κλονισμό πυλώνων της ανθρώπινης υπόστασης; Είναι αδύνατον μια τέτοια ρύθμιση να διασφαλίσει την ωριμότητα μιας τόσο κρίσιμης απόφασης, σε μια ηλικία όπου το άτομο βρίσκεται σε σύγχυση βιολογικής, ψυχολογικής, κοινωνικής φύσεως κι ακόμη ανακαλύπτει τον εαυτό του, σεξουαλικά και όχι μόνο. Η ψυχική ισορροπία, ως κάτι τόσο εύθραυστο, και με δεδομένο ότι η ανατροπή της έχει καταστροφικές συνέπειες, θα έπρεπε να κρίνεται περισσότερο προστατευτέα από άλλα έννομα αγαθά. Και για ένα τόσο ενδόμυχο ζήτημα η γονική συναίνεση και η γνωμάτευση εκ μέρους Επιτροπής μηδαμινή αξία έχει. Βεβαίως, η συμπλήρωση των 18 ετών δεν προεξοφλεί την ικανότητα διαμόρφωσης μιας απόλυτα συνειδητοποιημένης απόφασης, εντούτοις η ηλικία αυτή συνιστά, τουλάχιστον, ένα μαχητό τεκμήριο.


Βασιλική Δημ. Κονομόδη

Δικηγόρος