Δικονομικό αστικό δίκαιο
Αμφιβολίες στην αστική δίκη
Όταν στην αστική δίκη δημιουργούνται αμφιβολίες που δεν μπορούν να αρθούν περί της ουσιαστικής βασιμότητας των πραγματικών γεγονότων που στηρίζουν μία αίτηση, οι αμφιβολίες αυτές λειτουργούν εις βάρος του αιτούντος και προς όφελος του καθ’ ου η αίτηση, δηλαδή οδηγούν στην απόρριψη της αίτησης ως ουσία αβάσιμης (ά.338 παρ.1 ΚΠολΔ).
Εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα αποτελούν οι δίκες των ασφαλιστικών μέτρων, στις οποίες οι αμφιβολίες δεν κωλύουν την αποδοχή της αίτησης (ά.690 παρ.1 ΚΠολΔ).
Απαράδεκτη συζήτηση
Η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη συνήθως όταν δεν έχει γίνει νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοση του ενδίκου βοηθήματος και της κλήσεως για συζήτηση (ά.271 παρ.2 ΚΠολΔ). Αν όμως ο καθ’ ου το ένδικο βοήθημα συμμετάσχει κανονικά στην δίκη και δεν προβάλει αντίρρηση στην συζήτησή του, η τελευταία διεξάγεται κανονικά.
Το απαράδεκτο της συζήτησης συνιστά μορφή προσωρινού απαραδέκτου, του οποίου ο έλεγχος προηγείται πάντοτε του ελέγχου του παραδεκτού της αγωγής.
Απλή και αναγκαία ομοδικία - περιπτωσιολογία
ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ – ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ενδεικτικές περιπτώσεις απλής ομοδικίας είναι οι εξής:
Οι ενοχές εις ολόκληρον (ά.480 επ. ΑΚ, λ.χ. συμπαθόντες ή συνυπόχρεοι από αυτοκινητικό ατύχημα, προστήσας και προστηθείς [ά.922 ΑΚ])
Το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος από πολλούς ή κατά πολλών στην πώληση (ά.553 ΑΚ)
Οι συνοφειλέτες από σύμβαση δανείου
Οι συγκύριοι συνήθως (ά.1113 ΑΚ)
Οι συγκληρονόμοι (ά.1884 ΑΚ) και
Ο απλώς προσθέτως παρεμβαίνων δικονομικός εγγυητής και ο εναγόμενος (ά.88 ΚΠολΔ)
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ – ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ενδεικτικές περιπτώσεις αναγκαίας ομοδικίας είναι οι εξής:
Οι συγκύριοι στη δίκη της διανομής (ά.478 ΚΠολΔ)
Η υπαναχώρηση από πολλούς ή κατά πολλών (ά.396 ΑΚ)
Το δικαίωμα αντικατάστασης από πολλούς ή κατά πολλών στην πώληση (ά.553 ΑΚ)
Οι συγκύριοι του δουλεύοντος ή δεσπόζοντος ακινήτου σε περίπτωση πραγματικής δουλείας
Οι εναγόμενοι για ακύρωση συμβάσεως λόγω εικονικότητας
Ο οφειλέτης και ο τρίτος ως εναγόμενοι για διάρρηξη καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης
Το νομικό πρόσωπο και τα μέλη του (ά.329 ΚΠολΔ) και
Ο μισθωτής και ο υπομισθωτής στη δίκη της απόδοσης του μισθίου (ά.325 περ.3 ΚΠολΔ)
Απόκτηση της ιδιότητας του διαδίκου από ορισμένα πρόσωπα
Τα παρακάτω πρόσωπα καθίστανται διάδικοι της κυρίας δίκης με τους εξής τρόπους:
Ο αναγκαίος ομόδικος καθίσταται διάδικος όταν αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, άλλως όταν προσεπικαλείται στη δίκη, άλλως όταν ασκεί αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Ο απλός ομόδικος καθίσταται διάδικος όταν αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, άλλως όταν ασκεί απλή πρόσθετη παρέμβαση.
Ο αληθής κύριος ή νομέας καθίσταται διάδικος όταν προσεπικαλείται στη δίκη, άλλως όταν ασκεί κύρια παρέμβαση.
Ο δικονομικός εγγυητής καθίσταται διάδικος όταν ασκεί απλή πρόσθετη παρέμβαση, κατά τη μειοψηφούσα, δε, γνώμη, όταν προσεπικαλείται στη δίκη.
Αστικά Δικαστήρια - είδη
Τα αστικά Δικαστήρια είναι τα εξής:
Πρωτοβάθμια:
Ειρηνοδικείο
Μονομελές Πρωτοδικείο
Πολυμελές Πρωτοδικείο
Δευτεροβάθμια:
Μονομελές Εφετείο
Τριμελές Εφετείο
Γνήσιες μη αυτοτελείς ενστάσεις
Γνήσιες μη αυτοτελείς είναι κυρίως οι εξής ενστάσεις:
Η ένσταση συμψηφισμού (ά.440 ΑΚ)
Η ένσταση δικαιώματος ιδίας νομής/κατοχής (ά.1095, 1108 παρ.2 ΑΚ)
Η ένσταση επισχέσεως (ά.325, 1106 ΑΚ)
Η ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (ά.374 ΑΚ)
Η ένσταση μειώσεως του τιμήματος ή υπαναχωρήσεως από την πώληση (ά.540 ΑΚ)
Η ένσταση μειώσεως της υπέρμετρης ποινικής ρήτρας στο προσήκον μέτρο (ά.409 ΑΚ)
Η ένσταση ακυρωσίας δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (ά.154 ΑΚ)
Η πρακτική σημασία του χαρακτηρισμού μιας ένστασης ως γνησίας μη αυτοτελούς έγκειται στην μη κατάληψή της από το δεδικασμένο δικαστικής αποφάσεως (ά.330 ΚΠολΔ).
Διαδικαστικές πράξεις - είδη
Οι διαδικαστικές πράξεις διακρίνονται σε δύο είδη:
Τις διαμορφωτικές διαδικαστικές πράξεις. Είναι οι διαδικαστικές πράξεις, ο κύριος στόχος της δικονομικής ενέργειας των οποίων είναι η επέλευση κάποιων εννόμων συνεπειών. Λ.χ. η δικαστική απόφαση ή η γνωστοποίηση στον αντίδικο της νέας διεύθυνσης κατοικίας.
Οι διαμορφωτικές διαδικαστικές πράξεις μπορεί να είναι:
Υποστατές ή ανυπόστατες. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί, περαιτέρω, να είναι:
Έγκυρες, άκυρες ή ακυρώσιμες. Και
Τις επιτευκτικές διαδικαστικές πράξεις. Είναι οι διαδικαστικές πράξεις, ο κύριος στόχος της δικονομικής ενέργειας των οποίων είναι η επίτευξη δικαστικής έρευνας ως προς την βασιμότητά τους και η έκδοση ευνοϊκής δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για την συντριπτική πλειονότητα των διαδικαστικών πράξεων των διαδίκων. Λ.χ. η αγωγή, τα αιτήματα, οι νομικοί ισχυρισμοί, οι πραγματικοί ισχυρισμοί ή τα επιχειρήματα.
Οι επιτευκτικές διαδικαστικές πράξεις μπορεί να είναι:
Υποστατές ή ανυπόστατες. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί, περαιτέρω, να είναι:
Παραδεκτές ή απαράδεκτες.
Νόμω βάσιμες ή νόμω αβάσιμες.
Ουσία βάσιμες ή ουσία αβάσιμες.
Οι επιτευκτικές διαδικαστικές πράξεις είναι πάντοτε έγκυρες.
Δικαστικές διακοπές
Προβλέπονται στο ά.11 ν.1756/1988 («Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών») και προσδιορίζονται από την 1η Ιουλίου έως τις 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους.
Τα είδη των εκδικαζομένων υποθέσεων και οι Δικαστές που υπηρετούν κατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών προβλέπονται στο ά.27 ν.1756/1988.
ά.147 παρ.1 ΚΠολΔ: «Οι συντηρητικές αποδείξεις που έχουν επιτραπεί διεξάγονται σε όλη τη διάρκεια των διακοπών.»
Έκδοση - δημοσίευση δικαστικών αποφάσεων
Η έκδοση – δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων πραγματοποιείται κατά την ημερομηνία που αναγράφεται ως ημερομηνία δημοσίευσης τόσο στις ίδιες τις αποφάσεις, όσο και στα βιβλία δημοσίευσης των αποφάσεων. Στην πράξη, όμως, κατά την ανωτέρω ημερομηνία οι δικαστικές αποφάσεις συνήθως έχουν καταρτισθεί σε σχέδιο, ενώ η καθαρογραφή και υπογραφή τους καθυστερεί συνήθως κάποιες ημέρες.
Ένδικα βοηθήματα - είδη
1. Παραδεκτό ένδικο βοήθημα είναι εκείνο το οποίο πληροί όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, κυρίως, δηλαδή, αυτό που ταυτόχρονα:
είναι υποστατό. Η αγωγή λ.χ. που κατατίθεται σε εμπορικό επιμελητήριο και όχι σε Δικαστήριο είναι ανυπόστατη.
απευθύνεται στη σωστή δικαιοδοσία (ά.1-3 ΚΠολΔ)
απευθύνεται σε αρμόδιο Δικαστήριο (ά.12-44 ΚΠολΔ)
είναι ορισμένο (ά.216, 217 ΚΠολΔ)
εισάγεται βάσει της απαιτούμενης έγγραφης προδικασίας (ά.111 ΚΠολΔ). Η ανταγωγή λ.χ. είναι παραδεκτή όταν ασκείται με χωριστό δικόγραφο, και όχι με τις προτάσεις ή προφορικά επ’ ακροατηρίου (ά.268 παρ.4 ΚΠολΔ), και σχεδόν κάθε ένδικο βοήθημα είναι παραδεκτό όταν υπογράφεται από δικηγόρο, και όχι από τον διάδικο που το ασκεί (ά.94 ΚΠολΔ).
ασκείται από διάδικο που έχει ικανότητα διαδίκου (ά.62 ΚΠολΔ)
ασκείται από διάδικο που έχει ικανότητα δικαστικής παραστάσεως (ά.63 ΚΠολΔ)
ασκείται από διάδικο που έχει άμεσο έννομο συμφέρον (ά.68 ΚΠολΔ)
ασκείται από διάδικο που νομιμοποιείται ενεργητικά
ασκείται κατά διαδίκου που νομιμοποιείται παθητικά (Δεν υπάρχει άρθρο στον ΚΠολΔ το οποίο ρυθμίζει τη νομιμοποίηση.)
δεν προσκρούει σε εκκρεμοδικία (ά.222 ΚΠολΔ) και
δεν προσκρούει στο σύνολό του σε δεδικασμένο (ά.ΚΠολΔ).
Αν δεν πληροί έστω και μία από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο. Η συνήθης κύρωση του απαραδέκτου ενδίκου βοηθήματος είναι η απόρριψη αυτού, ακόμη και αυτεπαγγέλτως (ά.4, 111 παρ.2 και ά.73, 332 ΚΠολΔ). Σε λίγες περιπτώσεις η κύρωση του απαραδέκτου διαφοροποιείται και μπορεί να είναι η παραπομπή του ενδίκου βοηθήματος στο αρμόδιο Δικαστήριο (ά.46 ΚΠολΔ) ή η αναστολή της εκδίκασής του μέχρι περατώσεως της εκκρεμοδικίας (ά.222 παρ.2 ΚΠολΔ).
2. Νόμω βάσιμο ένδικο βοήθημα είναι α) κατά την θεωρία του συγκεκριμένου προσδιορισμού της ιστορικής βάσεως, την οποία υιοθετεί το ά.216 παρ.1 εδ.α’ ΚΠολΔ, εκείνο το οποίο, αληθών υποτιθεμένων των πραγματικών περιστατικών που αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια, πληροί το πραγματικό των κανόνων δικαίου που στηρίζουν το αίτημά του και ταυτόχρονα δεν πληροί το πραγματικό άλλων κανόνων δικαίου που συνεπάγονται την απόρριψη του αιτήματός του και το πραγματικό των οποίων λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ενώ β) κατά την θεωρία της εξατομικεύσεως, η οποία είναι θετικό δίκαιο στην Γερμανία, εκείνο το οποίο, αληθών υποτιθεμένων των πραγματικών περιστατικών που αναφέρει, πληροί το πραγματικό των κανόνων δικαίου που στηρίζουν το αίτημά του και ταυτόχρονα δεν πληροί το πραγματικό άλλων κανόνων δικαίου που συνεπάγονται την απόρριψη του αιτήματός του και το πραγματικό των οποίων λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν συγκεντρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, το ένδικο βοήθημα είναι νόμω αβάσιμο και απορρίπτεται ως τέτοιο, ακόμη και αυτεπαγγέλτως.
3. Ουσία βάσιμο ένδικο βοήθημα είναι εκείνο το οποίο αναφέρει αληθή πραγματικά περιστατικά και ταυτόχρονα δεν αποκρύπτει άλλα, επίσης αληθή, τα οποία συνεπάγονται την απόρριψη του αιτήματός του. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν συγκεντρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, το ένδικο βοήθημα είναι ουσία αβάσιμο και απορρίπτεται ως τέτοιο.
Ικανότητα διαδίκου, ικανότητα δικαστικής παραστάσεως και δικολογική ικανότητα - έννοιες
Οι δύο (2) σημαντικότερες ικανότητες τις οποίες απονέμει το δικονομικό αστικό δίκαιο στα φυσικά ή/και τα νομικά πρόσωπα είναι οι εξής:
Η ικανότητα διαδίκου, η οποία είναι η ικανότητα να είναι κάποιος υποκείμενο της έννομης σχέσεως της δίκης (Νίκα Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2012, σελ.142). Η ικανότητα διαδίκου αντιστοιχεί στην έννοια της ικανότητας δικαίου του ουσιαστικού αστικού δικαίου (ά.62 εδ.α’ ΚΠολΔ). Για παράδειγμα, η τετράχρονη Άννα διαθέτει ικανότητα διαδίκου, όχι όμως και ο παπαγάλος της. Και
Η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως, η οποία είναι η ικανότητα κάποιου να παρίσταται στο Δικαστήριο και να επιχειρεί τις απαρτίζουσες την δίκη διαδικαστικές πράξεις «ιδίω ονόματι» (Νίκα Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2012, σελ.145, ά.63 παρ.1 εδ.α’ ΚΠολΔ). Η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως αντιστοιχεί στην έννοια της δικαιοπρακτικής ικανότητας ή ικανότητας προς δικαιοπραξία του ουσιαστικού αστικού δικαίου (ά.63 παρ.1 ΚΠολΔ). Για παράδειγμα, ο τριαντάχρονος Διονύσης διαθέτει ικανότητα δικαστικής παραστάσεως, όχι όμως και η τετράχρονη κόρη του, Άννα.
Συναφής αλλά με πιο περιορισμένο πεδίο είναι μια τρίτη ικανότητα, η δικολογική ικανότητα ή ικανότητα προς το δικολογείν (jus postulandi). Πρόκειται για την ικανότητα της γραπτής και προφορικής επικοινωνίας με το Δικαστήριο (Νίκα Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2012, σελ.158), την οποία διαθέτουν μόνον οι εν ενεργεία δικηγόροι (ά.94 ΚΠολΔ).
Κανονική συμμετοχή διαδίκου σε δίκη
Η κανονική συμμετοχή του διαδίκου σε δίκη περιλαμβάνει τα εξής δύο τινά:
Την εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων από τον διάδικο και
Την παράσταση του διαδίκου μετά ή δια δικηγόρου σε τυχόν προφορική συζήτηση.
Η μη κανονική συμμετοχή του ενός μέρους σε δίκη έχει ως αποτέλεσμα την ερημοδικία του, εκτός αν πρόκειται για τον καθ’ ου το ένδικο βοήθημα και δεν του έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα το ένδικο βοήθημα και η κλήση για συζήτηση, όταν το δεύτερο απαιτείται, οπότε είτε κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση είτε, στην περίπτωση της τακτικής διαδικασίας, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα (ά.271-272 ΚΠολΔ).
Η μη κανονική συμμετοχή και των δύο μερών σε δίκη έχει ως αποτέλεσμα την ματαίωσή της (ά.260 ΚΠολΔ).
Ποινικά ζητήματα στην αστική δίκη
Όταν ανακύπτουν ποινικά ζητήματα κατά τη διάρκεια της αστικής δίκης, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αναβάλει τη συζήτηση μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη (ά.250 ΚΠολΔ).
Προεκφώvηση
Λαμβάνει χώρα στις ειδικές διαδικασίες και στην εκουσία δικαιοδοσία.
Κατά τη διάρκειά της οι δικηγόροι δηλώνουν τις παραστάσεις τους και αποσκοπείται η διαπίστωση ενδεικτικώς του:
αν η δίκη θα συζητηθεί αργότερα
ή αναβάλλεται
ή ματαιώνεται
ή διακόπτεται
ή επέρχεται συμβιβασμός
ή γίνεται παραίτηση από το δικόγραφο του ενδίκου βοηθήματος
ή γίνεται παραίτηση από το δικαίωμα που ασκείται με το ένδικο βοήθημα
Στην περίπτωση που μια υπόθεση κρατείται, αυτό σημαίνει είτε ότι οι δικηγόροι θα δηλώσουν αργότερα τις παραστάσεις τους και θα γίνει αργότερα η παραπάνω διαπίστωση, είτε ότι οι δικηγόροι δήλωσαν τις παραστάσεις τους και η δίκη θα συζητηθεί αργότερα, συνήθως με κάποια χρονική καθυστέρηση.