Οι θέσεις του Βρετανού ωφελιμιστή φιλοσόφου Τζων Στιούαρτ Μιλλ (1806-1873) για την ελευθερία καταγράφονται στην διάσημη πραγματεία του με τίτλο «Περί Ελευθερίας», η οποία εκδόθηκε το έτος 1859. Αυτή διαρθρώνεται σε πέντε (5) κεφάλαια, το περιεχόμενο των οποίων θα δούμε συνοπτικά ευθύς αμέσως.
Το πρώτο κεφάλαιο, υπό τον τίτλο «Προοίμιο», περιέχει τα θεμέλια των ιδεών του Μιλλ. Στην αρχή ο φιλόσοφος περιγράφει το κατά τον ίδιο μεγάλο πρόβλημα της εποχής του, το οποίο δεν είναι άλλο από την επονομαζόμενη «τυραννία της πλειοψηφίας» . «Υφίσταται»,[1] γράφει, «γενικότερα στον κόσμο μια αυξανόμενη τάση αδικαιολόγητης επέκτασης της κοινωνικής εξουσίας επί του ατόμου, τόσο μέσω της κοινής γνώμης όσο ακόμα και μέσω της νομοθεσίας». «Πλέον στις πολιτικές θεωρίες η “τυραννία της πλειοψηφίας” συμπεριλαμβάνεται γενικά στα δεινά προς τα οποία η κοινωνία οφείλει να βρίσκεται σε επιφυλακή.»[2] Η εν λόγω τυραννία έχει δύο (2) υποκείμενα, τόσο το Κράτος, όσο και την κοινωνία: «η προστασία από την τυραννία των αρχόντων δεν επαρκεί· απαιτείται επίσης προστασία ενάντια στην τυραννία της επικρατούσας γνώμης · ενάντια στην τάση της κοινωνίας να επιβάλλει τις ιδέες και τις πρακτικές της ως κανόνες συμπεριφοράς στους διαφωνούντες χρησιμοποιώντας άλλα μέσα εκτός από αστικές ποινές».[3]
Η λύση που ο Μιλλ προτείνει στο πρόβλημα της «τυραννίας της πλειοψηφίας» δίνεται από την αρχή που έμεινε γνωστή ως αρχή της ελευθερίας , η οποία διατυπώνεται ήδη στο «Προοίμιο» του έργου του:[4] «ο μόνος σκοπός για τον οποίον η ανθρωπότητα νομιμοποιείται, ατομικά ή συλλογικά, να παρέμβει στην ελευθερία δράσης οποιουδήποτε είναι η αυτοπροστασία [της]. […] ο μοναδικός σκοπός για τον οποίον δύναται να ασκηθεί δικαιωματικά η εξουσία πάνω σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας ενάντια στην θέλησή του είναι να προληφθεί η βλάβη στους άλλους. Το δικό του καλό, είτε σωματικό είτε ηθικό, δεν συνιστά επαρκή προϋπόθεση. Δεν μπορεί θεμιτά να αναγκαστεί να πράξει ή να μην πράξει κάτι επειδή θα ήταν καλύτερο γι’ αυτόν, επειδή θα τον καταστήσει ευτυχέστερο, επειδή, σύμφωνα με τις απόψεις των άλλων, κάτι τέτοιο θα ήταν σοφό ή ακόμα και δίκαιο. Τα παραπάνω συνιστούν σοβαρούς λόγους για την επίκρισή του ή τη χρήση πειθούς ή την παράκλησή του ή για μια νηφάλια συζήτηση μαζί του, αλλά όχι για τον εξαναγκασμό του ή για την πρόκληση βλάβης σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του. […] Το μόνο κομμάτι της συμπεριφοράς του καθενός για το οποίο είναι υπόλογος στην κοινωνία είναι εκείνο που αφορά τους άλλους. Στο κομμάτι της που αφορά απλώς τον εαυτό του, η ανεξαρτησία του είναι αυτονόητα απόλυτη. Το άτομο είναι κύριος του εαυτού του, του σώματός του και του νου του.»
Ο Μιλλ σπεύδει ήδη από την αρχή του βιβλίου του να διευκρινίσει ότι η αρχή της ελευθερίας δεν τον απομακρύνει, αλλά βρίσκεται σε συμφωνία με τον ωφελιμισμό και την συνυφασμένη με αυτόν αρχή της ωφέλειας :[5] «είναι πρέπον να δηλώσω ρητά ότι παραιτούμαι από κάθε πλεονέκτημα που θα μπορούσε να προκύψει από το επιχείρημά μου για την ιδέα του αφηρημένου δικαιώματος ως ανεξάρτητου από την ωφέλεια. Θεωρώ την ωφέλεια ως το ύστατο κριτήριο σε κάθε ηθικό ζήτημα, αλλά πρέπει να είναι ωφέλεια με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, θεμελιωμένη στα πάγια συμφέροντα του ανθρώπου ως προοδευτικού όντος.»
Το δεύτερο κεφάλαιο της πραγματείας «Περί Ελευθερίας», το οποίο έχει τίτλο «Περί της ελευθερίας της σκέψης και της συζήτησης», επικεντρώνεται στην ειδική ελευθερία της διαμόρφωσης και της έκφρασης γνώμης. Από την μία, ο Μιλλ αναφέρεται στα δεινά που προκαλεί το φαινόμενο της φίμωσης της γνώμης. Όπως γράφει χαρακτηριστικά:[6] «εάν όλη η ανθρωπότητα πλην ενός ανθρώπου ήταν μιας άποψης και μόνο ένα άτομο ήταν της αντίθετης, τότε η ανθρωπότητα δεν θα νομιμοποιούνταν να φιμώσει αυτό το άτομο [περισσότερο] από ό,τι θα νομιμοποιούνταν αυτό το άτομο, αν είχε την εξουσία, να φιμώσει την ανθρωπότητα. […] η ιδιαιτερότητα του κακού της φίμωσης της έκφρασης μιας γνώμης έγκειται στο ότι ληστεύει το ανθρώπινο είδος συνολικά· τόσο την παρούσα ανθρωπότητα όσο και τους επερχόμενους· όσους διαφωνούν με αυτή τη γνώμη ακόμα περισσότερο από εκείνους που συμφωνούν με αυτήν. Αν η γνώμη είναι σωστή, τότε στερούνται την ευκαιρία να διορθώσουν το λάθος τους. Αν είναι λάθος, στερούνται, πράγμα σχεδόν εξίσου επωφελές, μια σαφέστερη αντίληψη και γλαφυρότερη εντύπωση της αλήθειας, η οποία προκύπτει από τη σύγκρουσή της με το λάθος.»
Από την άλλη, ο Μιλλ πραγματεύεται τα οφέλη της ελευθερίας της γνώμης. Όπως αναφέρει επί αυτού:[7] «υπάρχει η μέγιστη διαφορά ανάμεσα στο να υποθέτουμε ότι μια άποψη είναι αληθής επειδή, παρά την αμφισβήτησή της με κάθε ευκαιρία, δεν διαψεύστηκε και το να υποθέτουμε ότι είναι αληθής προκειμένου να μην επιτρέψουμε την αμφισβήτησή της. Η απόλυτη ελευθερία αμφισβήτησης και διάψευσης της άποψής μας είναι η προϋπόθεση που δικαιολογεί το να θεωρούμε την άποψή μας αληθή για πρακτικούς λόγους, δηλαδή για την καθοδήγηση της συμπεριφοράς μας. » Ακόμη, «στην περίπτωση των ανθρώπων των οποίων η κρίση είναι πραγματικά άξια εμπιστοσύνης, με ποιον τρόπο τα κατάφεραν; Επειδή υπήρξαν δεκτικοί στην κριτική των απόψεων και της συμπεριφοράς τους. Επειδή συνηθίζουν ν’ ακούνε όσα λέγονται εναντίον τους, να επωφελούνται τα μέγιστα απ’ όσα είναι σωστά και να εξηγούν στον εαυτό τους και κατά περίσταση στους άλλους το λάθος σε καθετί εσφαλμένο. Επειδή έχουν καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσει ένας άνθρωπος τη συνολική γνώση για ένα ζήτημα είναι ν’ ακούσει σχετικά με αυτό από πληθώρα ανθρώπων με ποικιλία απόψεων, μελετώντας όλους τους τρόπους θεώρησης του ζητήματος από κάθε νου.»[8]
Στο τρίτο κεφάλαιο του περίφημου βιβλίου του, υπό τον τίτλο «Περί της ατομικότητας ως ενός εκ των στοιχείων της ευημερίας», ο Μιλλ εστιάζει σε μια άλλη επιμέρους πτυχή της ελευθερίας, την ελευθερία της δράσης. Αυτή περιγράφεται συνοπτικά ως εξής:[9] «Πράξεις οποιουδήποτε είδους οι οποίες, χωρίς δικαιολογημένη αιτία, βλάπτουν τους άλλους μπορεί να ελέγχονται, και στις σημαντικότερες περιπτώσεις απαιτείται να ελέγχονται, μέσω της αποδοκιμασίας ή, όταν είναι αναγκαίο, από την ενεργό παρέμβαση των ανθρώπων. Η ελευθερία του ατόμου οφείλει να περιορίζεται από το εξής: Δεν πρέπει να ενοχλεί τους άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, αν αποφύγει να ενοχλήσει τους άλλους σε ό,τι τους αφορά και απλώς ενεργεί σύμφωνα με τη δική του κλίση και κρίση σε πράγματα που αφορούν τον εαυτό του, τότε, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους η γνώμη πρέπει να είναι ελεύθερη, πρέπει να επιτρέπεται να εφαρμόζει τις απόψεις του στην πράξη με δική του ευθύνη. » Και στην περίπτωση της ελευθερίας της δράσης, ο υπέρμετρος περιορισμός της προκαλεί πληθώρα κακών. «Όποιος κάνει το οτιδήποτε μόνο επειδή έτσι είθισται», ισχυρίζεται ο Μιλλ,[10] «δεν επιλέγει. Δεν εξασκείται ούτε στο να διακρίνει, αλλά ούτε στο να επιθυμεί το καλύτερο. […] Όποιος αφήνει τον κόσμο ή μέρος του κόσμου που ανήκει να επιλέγει το σχέδιο ζωής του γι’ αυτόν, δεν χρειάζεται καμία άλλη ικανότητα εκτός από την πιθηκοειδή μίμηση.» Αντίθετα, τα οφέλη και αυτής της ελευθερίας είναι πολλά:[11] «Εκείνος που επιλέγει ο ίδιος το σχέδιό του χρησιμοποιεί όλες τις ικανότητές του. Πρέπει να χρησιμοποιήσει την παρατήρηση για να δει, τον ορθό λόγο και την κρίση για να προβλέψει, την πράξη για να συλλέξει υλικό για τη λήψη αποφάσεων, την ικανότητα διάκρισης για ν’ αποφασίσει και, αφού αποφασίσει, πρέπει να επιδείξει σταθερότητα και αυτοέλεγχο προκειμένου να τηρήσει τη συνειδητή απόφασή του.»
Το τέταρτο κεφάλαιο του «Περί Ελευθερίας» τιτλοφορείται «Περί των ορίων της κοινωνικής εξουσίας επί του ατόμου» και στην ουσία συνιστά μια πραγμάτευση αυτού που οι φιλόσοφοι ονομάζουν σφαίρα του αγαθού. Σημαντική είναι η διάκριση στην οποία προβαίνει ο Μιλλ σε αυτά που σήμερα αποκαλούμε σφαίρες του νόμου, της ηθικής και του αγαθού. Ως προς την σφαίρα του νόμου, αναφέρεται πως[12] «το γεγονός ότι ζει κανείς στην κοινωνία καθιστά απαραίτητη την υποχρέωση να τηρεί μια συγκεκριμένη συμπεριφορά έναντι των υπολοίπων. Αυτή η συμπεριφορά συνίσταται, αφενός, στο να μη βλάπτονται τα συμφέροντα των άλλων […]. Και, δεύτερον, στο ν’ αναλαμβάνει κάθε άτομο το μερίδιο των υποχρεώσεών του […]. Αυτές τις υποχρεώσεις νομιμοποιείται η κοινωνία να τις επιβάλλει με κάθε κόστος σε όσους προσπαθούν  να αποφύγουν την εκπλήρωσή τους.» Ως προς την σφαίρα της ηθικής, συνεχίζει ο Μιλλ,[13] «οι πράξεις ενός ατόμου μπορεί να είναι επιζήμιες για τους άλλους ή να μη λαμβάνουν δεόντως υπόψη την ευημερία τους χωρίς να παραβιάζουν τα κατοχυρωμένα δικαιώματά τους. Ο δράστης μπορεί στη συνέχεια δίκαια να τιμωρείται από την κοινή γνώμη, αν και όχι από τον νόμο.» Τέλος, ως προς την σφαίρα του αγαθού, η οποία ενδιαφέρει περισσότερο τον Μιλλ, καταγράφονται τα εξής:[14] «δεν υπάρχει περιθώριο να τεθεί αυτό το ζήτημα [σ.σ. της παρέμβασης της κοινωνίας στην ατομική συμπεριφορά] όταν η συμπεριφορά ενός ατόμου δεν επηρεάζει τα συμφέροντα κανενός προσώπου πλην του εαυτού του ή δεν επηρεάζει αναγκαστικά συμφέροντα άλλων, εκτός αν το επιθυμήσουν […]. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να υπάρχει τέλεια ελευθερία, νομική και κοινωνική, να πράξει κανείς κατά βούληση επωμιζόμενος τις συνέπειες.»