Η ηθική κρίση in concreto
Η ηθική κρίση, η κρίση, δηλαδή, περί του σωστού και του λάθους, του καλού και του κακού, λαμβάνει χώρα άλλοτε σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο, in abstracto, και άλλοτε επί τη βάσει συγκεκριμένης περίπτωσης, in concreto. Στην δεύτερη περίπτωση, η ίδια πράξη ή γενικότερη πρακτική, αναλόγως των συνθηκών υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα, μπορεί να χαρακτηριστεί άλλοτε ως καλή και άλλοτε ως κακή. Ποτέ η ίδια πράξη δεν είναι πάντοτε σωστή ή πάντοτε λάθος. Συνακόλουθα, ο πράττων μια συγκεκριμένη πράξη είναι, αναλόγως των συνθηκών υπό τις οποίες δρα, άλλοτε σωστός και άλλοτε λάθος. Ποτέ μόνο το ένα ή μόνο το άλλο.
Η σχετικότητα της ηθικής κρίσης in concreto οφείλεται στο γεγονός ότι, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, είτε η προστατευτέα ηθική αξία έχει ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα, οπότε αφενός η τέλεση μιας πράξης με σκοπό την διαφύλαξή της δεν θα φέρει αποτέλεσμα και αφετέρου η τέλεση πράξεων που αντίκεινται σε αυτήν έχει απωλέσει την ηθική απαξία της, είτε υπάρχουν και άλλες ηθικές αξίες, ίσως μάλιστα ιεραρχικά ανώτερες, οι οποίες χρήζουν προστασίας.
Έτσι, λόγου χάριν, αυτός που δεν φοροδιαφεύγει ενώ μπορεί να το πράξει είναι κατ’ αρχάς, in abstracto, σωστός. Αν, όμως, γνωρίζει ότι είναι από τους ελάχιστους πολίτες του κράτους του που δεν φοροδιαφεύγουν και εξακολουθεί να πράττει έτσι, συνεχίζει μεν να είναι σωστός, αφού συνεχίζει να προστατεύει το οικονομικό συμφέρον του δημοσίου, αλλά ταυτόχρονα η ενδεχόμενη επιλογή του να μην καταβάλλει φόρους εν προκειμένω έχει απωλέσει σχεδόν όλη την ηθική απαξία της, γιατί το ανωτέρω δημόσιο συμφέρον έχει ήδη πληγεί τόσο σημαντικά, ώστε δεν μπορεί να διαφυλαχθεί με μεμονωμένες καταβολές φόρων. Τέλος, εάν ο ίδιος πολίτης γνωρίζει ότι είναι από τους ελάχιστους που δεν φοροδιαφεύγουν, αλλά εξακολουθεί να πράττει έτσι και γι’ αυτόν τον λόγο θέτει σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των παιδιών του, συμπεριφέρεται λανθασμένα, αφού στην ζυγαριά έχει πλέον υπεισέλθει και η αξία της αξιοπρεπούς ανθρώπινης διαβίωσης, η οποία πρέπει να προστατευθεί και υπερτερεί.
Με τον ίδιο τρόπο, ένα κράτος το οποίο δέχεται και ενσωματώνει έναν μεγάλο αριθμό μεταναστών και προσφύγων είναι κατ’ αρχάς, in abstracto, ένα κράτος σωστό, αλληλέγγυο προς αυτούς τους ανθρώπους. Αν, όμως, γνωρίζει αυτό το κράτος ότι είναι το μόνο που δέχεται και ενσωματώνει μεγάλο αριθμό μεταναστών και προσφύγων, την ώρα που τα υπόλοιπα κράτη δεν τους δέχονται, και εξακολουθεί να εφαρμόζει αυτή την πολιτική, συνεχίζει μεν να είναι ένα κράτος αλληλέγγυο, ταυτόχρονα, όμως, η ηθική απαξία της ενδεχόμενης επιλογής της πρακτικής της απαγόρευσης εισόδου των αλλοδαπών έχει εν προκειμένω απωλέσει μεγάλο μέρος της. Αυτό συμβαίνει διότι η αλληλεγγύη προς τους αλλοδαπούς έχει ήδη πληγεί τόσο ανεπανόρθωτα ως αξία, ώστε δεν μπορεί να διαφυλαχθεί από την πρακτική ενός μεμονωμένου κράτους, ενός κράτους που έχει τον ρόλο του «κορόιδου» της διεθνούς κοινότητας, αλλά απαιτείται προς τούτο ο συντονισμός των δράσεων και των υπολοίπων χωρών. Τέλος, εάν γνωρίζει το ανωτέρω κράτος ότι είναι το μόνο που δέχεται και ενσωματώνει μεγάλο αριθμό μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι μάλιστα κατευθύνονται και ενισχύονται από έναν εξουσιομανή και εθνικιστή ξένο ηγέτη με σκοπό να δημιουργήσουν προβλήματα στο κράτος υποδοχής τους, αλλά το κράτος εξακολουθεί να τους δέχεται και να τους ενσωματώνει, τότε πράττει κακώς, αφού καθίσταται έτσι αυτοκαταστροφικό. Πλέον έχουν υπεισέλθει στην ζυγαριά, εκτός από την αλληλεγγύη προς τους αλλοδαπούς, και οι αξίες της εθνικής κυριαρχίας, της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής σταθερότητας του κράτους, οι οποίες είναι επίσης προστατευτέες και υπερτερούν.