Η φύση της προσωρινής διαταγής του άρθρου 781 ΚΠολΔ
Σχόλιο και κριτική επί της υπ’ αριθμ. 491/2016 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία εκρίθη ότι οι προσωρινές διαταγές που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του Ν 3869/2010 «περί ρυθμίσεως οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» ανακαλούνται ή τροποποιούνται ή μεταρρυθμίζονται μόνον εάν προέκυψαν νέα πραγματικά περιστατικά ή εάν μετεβλήθησαν οι συνθήκες υπό τις οποίες εξεδόθησαν, και επί της υπ’ αριθμ. 1082/2014 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, με την οποία εκρίθη ότι η προσωρινή διαταγή των άρθρων 4 και 5 του Ν 3869/2010 παράγει οιονεί προσωρινό δεδικασμένο και ότι είναι απαράδεκτη νέα αίτηση εφ’ όσον ο αιτών δεν επικαλείται μεταβολή του δικαιώματος ή της ιστορικής ή νομικής αιτίας εφ’ ης εξεδόθη η διαταγή.
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Η αρχή της «χρηστής απονομής της Δικαιοσύνης» αποτελεί αναγκαίο πρόταγμα κάθε ευνομούμενης Πολιτείας και βέβαια έχει ενσωματωθεί στο δίκαιο της χώρας μας με διατάξεις ηυξημένης τυπικής ισχύος (Ε.Σ.Δ.Α., Σ.Ε.Ε. και Σύνταγμα). Οι σημαντικότερες παράμετροι της αρχής αυτής εκδηλούνται με την αξίωση του πολίτη για «ταχεία» και «ορθή» απονομή της Δικαιοσύνης. Για την πραγμάτωση της ταχείας απονομής, είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός εκδικάσεως των υποθέσεων σε σύντομες δικασίμους και, για την πραγμάτωση της ορθής απονομής, είναι αναγκαία η παροχή δυνατότητας δευτεροβαθμίου ή άλλως νεοτέρας κρίσεως κάθε αποφάσεως στον θιγόμενο από αυτήν διάδικο (με την εξαίρεση ειδικών περιπτώσεων όπου απαιτείται ταχεία τελεσιδικία και αμετάκλητο της αποφάσεως).
Κατά το πνεύμα και την ερμηνεία των διατάξεων του Ν 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και έκτοτε ισχύει, το προέχον μέλημα της Πολιτείας για την προστασία φυσικών προσώπων που (α) υπερχρεώθηκαν χωρίς δόλο δικό τους (απεναντίας, θα λέγαμε, με την προτροπή των τραπεζών και την ανοχή της Πολιτείας) και (β) αδυνατούν να καταβάλλουν τα χρέη τους (κατόπιν της οικονομικής κρίσεως, που ξεκίνησε ως δημοσιονομική και κατέληξε ως χρηματοπιστωτική) είναι η έκδοση ταχείας αποφάσεως και η δυνατότητα επανεξετάσεως της οποιασδήποτε δικαστικής κρίσεως στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας.
Πλην όμως, η αδυναμία του κράτους να οργανώσει και να στελεχώσει πλήρως τα Δικαστήρια (Δικαστές, Ειρηνοδίκες, δικαστικούς υπαλλήλους) άγει στο έκνομο και αντισυνταγματικό γεγονός του προσδιορισμού δικασίμων κατόπιν της καταθέσεως των σχετικών αιτήσεων μετά από πολλά έτη (!), οπότε στην πράξη ατυχώς και ουχί νομίμως «υποκαθίσταται» η «δικαστική απόφαση» με την «προσωρινή διαταγή» (άρθρο 4 παρ.5 εδ.γ’ και άρθρο 5 παρ.2 εδ.γ’ Ν 3869/2010). Οι προσωρινές αυτές διαταγές εκδίδονται χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία (έγγραφη, προφορική επ’ ακροατηρίου και αποδεικτική) και χωρίς, γενικότερα, να ισχύουν οι κανόνες που απαιτούνται για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή είναι ηυξημένες οι πιθανότητες κάποιου δικαιοδοτικού σφάλματος, παρά ταύτα, όμως, ισχύουν επί πολλά έτη. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να κριθεί με μεγάλη προσοχή και με έμφαση στην προστασία του υπερχρεωμένου πολίτου, του οποίου κρίνεται όχι απλά μία έννομη σχέση, αλλά η ίδια η επιβίωση αυτού και της οικογενείας του, η νομική φύση, η ισχύς και η δυνατότητα ανακλήσεως των διαταγών αυτών.
Η έκδοση προσωρινών διαταγών προβλέπεται ρητώς και ειδικώς στα άρθρα 4 παρ.5 εδ.γ’ και 5 παρ.2 εδ.γ’ του Ν 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και έκτοτε ισχύει, τα οποία παραπέμπουν στο άρθρο 781 παρ.1 ΚΠολΔ και, συνεπώς, αποτελούν εκφάνσεις ευθείας και ουχί αναλόγου εφαρμογής της διατάξεως αυτής.
Η διατύπωση του άρθρου 781 παρ.1 ΚΠολΔ περί διαταγής «των αναγκαίων ασφαλιστικών μέτρων … για να εξασφαλιστεί ή να διατηρηθεί δικαίωμα ή να ρυθμισθεί κατάσταση» δεν διαφέρει ουσιωδώς από την αντίστοιχη διατύπωση του άρθρου 691 παρ.2 ΚΠολΔ περί διαταγής «μέτρων … για την εξασφάλιση ή την διατήρηση του δικαιώματος ή την ρύθμιση καταστάσεως», η διαφορά δε μεταξύ των διατάξεων τούτων είναι ότι η πρώτη αφορά διαφορές εκουσίας ενώ η δευτέρα αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας. Η νομική φύση της προσωρινής διαταγής στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας πρέπει να αντιμετωπισθεί επί τη βάσει της διατυπώσεως συγκεκριμένων νομικών διατάξεων, του πνεύματος αυτών και των κανόνων που έχουν ηυξημένη τυπική ισχύ και επίσης θεμελιώνονται σε γενικές αρχές του δικονομικού δικαίου. Τούτο δε ανεξάρτητα από την άποψη που δέχεται κανείς ως προς την γενική δυνατότητα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας (θετική η παλαιοτέρα νομολογία, μάλλον αρνητική η νεοτέρα), διότι τούτο ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ακρίτως και βεβιασμένως ότι η προσωρινή αυτή διαταγή λειτουργεί ως υποκατάστατο αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και να εξομοιωθεί εσφαλμένως με απόφασιν.
Η ΑΠΟΨΗ – ΣΧΟΛΙΟ ΜΟΥ
Η προβλεπομένη, λοιπόν, στο άρθρο 781 παρ.1 ΚΠολΔ προσωρινή διαταγή (οριζομένη ως ασφαλιστικό μέτρο για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση καταστάσεως) έχει τα εξής εννοιολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα κατά τη νομική φύση της, σε σύγκριση με συγγενείς έννοιες και θεσμούς του δικονομικού δικαίου:
Δεν δύναται να εξομοιωθεί με δικαστική απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας, αφού (α) δεν περιέχει το αναγκαίο περιεχόμενο της δικαστικής αποφάσεως (άρθρο 93 παρ.3 Σ, άρθρα 305 επ. ΚΠολΔ), δηλαδή, μεταξύ άλλων, ελλείπει το ιστορικό – αφηγηματικό, το αιτιολογικό – σκεπτικό και το διατακτικό, τα οποία πρέπει να έχει μία δικαστική απόφαση, (β) δεν περιέχει αυθεντική διάγνωση εννόμου σχέσεως που χρήζει δικαστικής προστασίας, (γ) αντιδιαστέλλεται εννοιολογικά ως εκτελεστός τίτλος προς τις δικαστικές αποφάσεις (αφ’ ενός άρθρο 904 παρ.2 εδ.ζ’ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 700 παρ.3 ΚΠολΔ και αφ’ ετέρου άρθρο 904 παρ.2 εδ.α’ ΚΠολΔ), (δ) διαφοροποιείται εννοιολογικά από τις «διατάξεις δικαστικής αποφάσεως» στο περιεχόμενο του άρθρου 232Α ΠΚ, (ε) δεν παράγει δεδικασμένο και (στ) δεν προσβάλλεται με τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα. Συνεπώς, δεν ισχύουν επί προσωρινών διαταγών οι περιορισμοί της ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεων εκουσίας δικαιοδοσίας, που προβλέπονται στο άρθρο 758 ΚΠολΔ.
Δεν δύναται να εξομοιωθεί με δικαστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, αφού δεν περιέχει το αναγκαίο κατά το Σύνταγμα περιεχόμενο της δικαστικής αποφάσεως (άρθρο 93 παρ.3 Σ, άρθρα 305 επ. ΚΠολΔ), καθ’ α εκτίθενται και ανωτέρω, ούτε, ειδικότερα, καταχωρίζεται σε «αυτοτελές διαδικαστικό έγγραφο», αφού, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 688 παρ.1, 691 παρ.1 και 3, 700 παρ.1 και 734 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ούτω καταρτίζεται μετά την 1-10-1971 η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (Π. Τζίφρας, Ασφ. Μέτρα, έκδ. 1976, σελ. 58), ούτε προσβάλλεται με οποιοδήποτε ένδικο μέσο, όπως προβλέπεται, σε ειδική έστω περίπτωση, στο άρθρο 734 ΚΠολΔ επί αποφάσεων νομής ή κατοχής. Συνεπώς, δεν ισχύουν επί προσωρινών διαταγών οι περιορισμοί της ανακλήσεως αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που προβλέπονται στα άρθρα 696 και 697 ΚΠολΔ.
Εξομοιούται, όμως, με την προσωρινή διαταγή που προβλέπεται στο άρθρο 691Α ΚΠολΔ (691 παρ.2 ΚΠολΔ προ της τροποποιήσεως του Ν 4335/2015), ουχί μόνον κατ’ εφαρμογήν του συλλογισμού της «εις άτοπον απαγωγής», αφού κατά τα εκτεθέντα δεν δύναται να υπαχθεί ή να ταυτοποιηθεί σε σχέση με άλλη παρεμφερή έννοια δικαιοδοτικής λειτουργίας, αλλά επίσης (α) ένεκα της εκτεθείσης συμπτώσεως λεκτικής και φραστικής διατυπώσεως, που προσεγγίζει τα όρια της απολύτου ταυτότητος (στο άρθρο 781 παρ.1 ΚΠολΔ γίνεται μνεία περί διαταγής «των αναγκαίων ασφαλιστικών μέτρων … για να εξασφαλιστεί ή να διατηρηθεί δικαίωμα ή να ρυθμισθεί κατάσταση» και στο άρθρο 691Α ΚΠολΔ περί διαταγής «μέτρων … για την εξασφάλιση ή την διατήρηση του δικαιώματος ή την ρύθμιση καταστάσεως»), και (β) ένεκα των κοινών προϋποθέσεων, αναγκών και σκοπών που εξυπηρετούν οι διατάξεις αυτές και προσδιορίζουν αμφότερες ατελή έκφραση δικαιοδοτικού έργου, με στοιχειώδη έλεγχο των προϋποθέσεων και κρίση της καταλληλότητος των διατασσομένων μέτρων.