Οι ενστάσεις υπό το πρίσμα της συζητητικής αρχής

Η συζητητική αρχή, η οποία αναγορεύεται σε θεμελιώδη δικονομική αρχή – τουλάχιστον στο μεγαλύτερο τμήμα της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας – από το άρθρο 106 ΚΠολΔ, έχει ως περιεχόμενο, όπως αναφέρει το ίδιο άρθρο, το ότι το δικαστήριο αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Οι λατίνοι νομικοί είχαν διατυπώσει αυτή την αρχή χρησιμοποιώντας την γνωστή φράση «quod non est in actis non est in mundo», ό,τι δηλαδή δεν υπάρχει στις πράξεις δεν υπάρχει στον κόσμο. Η συζητητική αρχή υπαγορεύει δηλαδή στον δικαστή να λαμβάνει υπόψιν του το πραγματικό υλικό που και έχουν προτείνει και έχουν αποδείξει οι διάδικοι.

Η συζητητική αρχή δεν έχει, όμως, απεριόριστο πεδίο εφαρμογής. Σε ορισμένες περιπτώσεις μετριάζεται, οπότε κάνουμε λόγο για μετριασμένη συζητητική αρχή. Αυτή δεν προβλέπεται ρητώς στον ΚΠολΔ, προκύπτει όμως από διάφορες επιμέρους διατάξεις του, εκείνες, συγκεκριμένα, που επιτάσσουν το δικαστήριο να προβαίνει σε αυτεπάγγελτο έλεγχο κάποιου δεδομένου της δίκης. Το άρθρο 73 ΚΠολΔ λ.χ., το οποίο ορίζει ότι το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 62 έως 72 (ικανότητα διαδίκου κλπ), αποτελεί έκφανση της μετριασμένης συζητητικής αρχής. Η αρχή αυτή υπαγορεύει στον δικαστή να λαμβάνει υπόψιν του το πραγματικό υλικό που έχουν αποδείξει οι διάδικοι ακόμη και αν δεν το έχουν προτείνει, ακόμη δηλαδή και αν αυτό υπάρχει απλά στις δικογραφίες ορισμένης υπόθεσης.

Το άλλο άκρο της συζητητικής αρχής, η ανακριτική αρχή, επιβαρύνει τον δικαστή με ακόμη μεγαλύτερο φόρτο εργασίας, του υπαγορεύει δηλαδή να προβαίνει και ο ίδιος στην συλλογή του πραγματικού υλικού της δίκης, και δεν θα μας απασχολήσει εδώ διότι, όπως φαίνεται από το όνομά της, ισχύει κυρίως στην ποινική δικονομία, από την πολιτική δε μόνο στο πεδίο της εκουσίας δικαιοδοσίας.

Περνώντας τώρα από την συζητητική αρχή στις ενστάσεις, θα κάνουμε την διάκριση που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, θα τις διακρίνουμε δηλαδή σε γνήσιες (ουσιαστικές), καταχρηστικές (ουσιαστικές) και δικονομικές ενστάσεις. Επειδή και αυτή η διάκριση μπορεί να βασίζεται σε διαφορετικά κριτήρια, θα υιοθετήσουμε το κριτήριο που σχετίζεται με την αρχή της συζητήσεως, με ποιον τρόπο δηλαδή λαμβάνονται υπόψιν από το δικαστήριο οι κανόνες δικαίου από τους οποίους απορρέουν τα ανωτέρω είδη ενστάσεων.

Έτσι, γνήσιες (ουσιαστικές) ενστάσεις ονομάζονται αυτές που απορρέουν από κανόνες ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι λαμβάνονται υπόψιν από το δικαστήριο εφόσον η ιστορική τους βάση έχει προταθεί και αποδειχθεί από τον εναγόμενο. Το πραγματικό υλικό επί του οποίου εδράζονται πρέπει δηλαδή να προτείνεται από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του και να αποδεικνύεται. Καθίσταται έτσι φανερό ότι οι γνήσιες ενστάσεις εμπίπτουν στο πεδίο της συζητητικής αρχής, έτσι όπως αυτή προσδιορίστηκε ανωτέρω. Έννομη συνέπεια της ευδοκίμησής τους είναι η απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης.

Από την άλλη πλευρά, καταχρηστικές (ουσιαστικές) και δικονομικές ενστάσεις ονομάζονται εκείνες που απορρέουν από κανόνες δικαίου οι οποίοι λαμβάνονται υπόψιν από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, εφόσον δηλαδή η ιστορική τους βάση έχει απλά αποδειχθεί, χωρίς να απαιτείται και να έχει προταθεί, και οι μεν πρώτες απορρέουν από κανόνα του ουσιαστικού αστικού δικαίου, οι δε δεύτερες από κανόνα του δικονομικού αστικού δικαίου. Το πραγματικό υλικό επί του οποίου εδράζονται αυτές οι ενστάσεις δεν είναι αναγκαίο δηλαδή να προτείνεται από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του, αρκεί να αποδεικνύεται είτε από τον ίδιο, είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του. Καθίσταται έτσι φανερό ότι οι καταχρηστικές και οι δικονομικές ενστάσεις εμπίπτουν στο πεδίο της μετριασμένης συζητητικής αρχής, έτσι όπως αυτή προσδιορίστηκε ανωτέρω. Έννομη συνέπεια της ευδοκίμησης των καταχρηστικών ενστάσεων είναι η απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης, ενώ έννομη συνέπεια της ευδοκίμησης των δικονομικών ενστάσεων είναι συνήθως η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Στην σπάνια περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος ο ενάγων προτείνει με την αγωγή του πραγματικό υλικό επί του οποίου εδράζονται κανόνες δικαίου από τους οποίους απορρέει καταχρηστική ένσταση, η αγωγή απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη χωρίς να εξετάζεται αν το πραγματικό υλικό αυτό αποδεικνύεται.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι ως προς τον τρόπο λειτουργίας των ενστάσεων, θα εξετάσουμε τρία (3) παραδείγματα από κάθε κατηγορία.

Ως προς τις γνήσιες ενστάσεις:

α) Για την αντίκρουση αγωγής που στηρίζεται σε παραγεγραμμένη αξίωση είναι αναγκαία η πρόταση και η απόδειξη της ενστάσεως παραγραφής της αξιώσεως (άρθρο 272 ΑΚ) από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του, η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Το δικαστήριο απαγορεύεται να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ένσταση, ακόμη δηλαδή και αν η ιστορική της βάση αποδεικνύεται είτε από τον εναγόμενο, χωρίς όμως να προτείνεται από αυτόν, είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του (λ.χ. από κάποιο σχετικό έγγραφο της δικογραφίας του από το οποίο προκύπτει ότι η αξίωσή του είναι παλαιότερη από ό,τι ισχυρίζεται στην αγωγή του). Το δικαστήριο απαγορεύεται να λάβει υπόψιν του την ένσταση παραγραφής και αν ακόμη – σπανίως – ο ίδιος ο ενάγων προτείνει με την αγωγή του πραγματικό υλικό επί του οποίου αυτή εδράζεται.

β) Για την αντίκρουση αγωγής με την οποία ασκείται δικαίωμα καταχρηστικώς είναι αναγκαία η πρόταση και η απόδειξη της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του, η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Το δικαστήριο απαγορεύεται να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ένσταση, ακόμη δηλαδή και αν η ιστορική της βάση αποδεικνύεται είτε από τον εναγόμενο, χωρίς όμως να προτείνεται από αυτόν, είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του (λ.χ. από κάποιον μάρτυρα του ενάγοντος ο οποίος κατέθεσε ότι ο ενάγων είχε δεσμευθεί πολλές φορές κατά το παρελθόν ότι δεν θα κινηθεί δικαστικώς κατά του εναγομένου για την ικανοποίηση του δικαιώματός του). Το δικαστήριο απαγορεύεται να λάβει υπόψιν του την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και αν ακόμη – σπανίως – ο ίδιος ο ενάγων προτείνει με την αγωγή του πραγματικό υλικό επί του οποίου αυτή εδράζεται.

γ) Για την αντίκρουση διεκδικητικής αγωγής κυριότητος είναι αναγκαία η πρόταση και η απόδειξη της ενστάσεως δικαιωματικής νομής/κατοχής (άρθρο 1095 ΑΚ) από τον εναγόμενο με τις προτάσεις του, η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Το δικαστήριο απαγορεύεται να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ένσταση, ακόμη δηλαδή και αν η ιστορική της βάση αποδεικνύεται είτε από τον εναγόμενο, χωρίς όμως να προτείνεται από αυτόν, είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του (λ.χ. από κάποιο σχετικό έγγραφο της δικογραφίας του από το οποίο προκύπτει ότι είχε μισθώσει το ακίνητο στον εναγόμενο). Το δικαστήριο απαγορεύεται να λάβει υπόψιν του την ένσταση δικαιωματικής νομής/κατοχής και αν ακόμη – σπανίως – ο ίδιος ο ενάγων προτείνει με την αγωγή του πραγματικό υλικό επί του οποίου αυτή εδράζεται.

Ως προς τις καταχρηστικές ενστάσεις:

α) Για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως που στηρίζεται σε άκυρη σύμβαση λόγω ελλείψεως δικαιοπρακτικής ικανότητος του ενός συμβαλλομένου αρκεί η απλή απόδειξη της ενστάσεως ακυρότητος συμβάσεως λόγω ελλείψεως δικαιοπρακτικής ικανότητος (άρθρο 130 ΑΚ) από οποιονδήποτε διάδικο, η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ένσταση, αν δηλαδή η ιστορική της βάση αποδεικνύεται είτε από τον εναγόμενο, χωρίς όμως να προτείνεται από αυτόν, είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του (λ.χ. από κάποιο σχετικό έγγραφο της δικογραφίας του από το οποίο προκύπτει ότι κατά την κατάρτιση της συμβάσεως ο εναγόμενος ήτο ανήλικος). Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του την ένσταση ακυρότητος της συμβάσεως και αν ακόμη – σπανίως – ο ίδιος ο ενάγων προτείνει με την αγωγή του πραγματικό υλικό επί του οποίου αυτή εδράζεται, χωρίς να εξετάσει αν το πραγματικό υλικό αυτό αποδεικνύεται. Στην τελευταία περίπτωση η αγωγή θα απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.

β) Για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως που στηρίζεται σε άκυρη σύμβαση λόγω ελλείψεως νομίμου τύπου αρκεί η απλή απόδειξη της ενστάσεως ακυρότητος συμβάσεως λόγω ελλείψεως νομίμου τύπου (άρθρο 159 παρ.1 ΑΚ) από οποιονδήποτε διάδικο, η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ένσταση, αν δηλαδή η ιστορική της βάση αποδεικνύεται είτε από τον εναγόμενο, χωρίς όμως να προτείνεται από αυτόν, είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του (λ.χ. ο ενάγων προσκομίζει ιδιωτικό αντί για συμβολαιογραφικό έγγραφο). Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του την ένσταση ακυρότητος της συμβάσεως και αν ακόμη – σπανίως – ο ίδιος ο ενάγων προτείνει με την αγωγή του πραγματικό υλικό επί του οποίου αυτή εδράζεται, χωρίς να εξετάσει αν το πραγματικό υλικό αυτό αποδεικνύεται. Στην τελευταία περίπτωση η αγωγή θα απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.

γ) Για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως αρκεί η απλή απόδειξη της ενστάσεως εξοφλήσεως (άρθρο 416 ΑΚ) από οποιονδήποτε διάδικο, η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ένσταση, αν δηλαδή η ιστορική της βάση αποδεικνύεται είτε από τον εναγόμενο, χωρίς όμως να προτείνεται από αυτόν, είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του (λ.χ. σε κάποιο σχετικό έγγραφο της δικογραφίας του ενάγοντος είναι ενσωματωμένη εξοφλητική απόδειξή του προς τον εναγόμενο). Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του την ένσταση εξοφλήσεως και αν ακόμη – σπανίως – ο ίδιος ο ενάγων προτείνει με την αγωγή του πραγματικό υλικό επί του οποίου αυτή εδράζεται, χωρίς να εξετάσει αν το πραγματικό υλικό αυτό αποδεικνύεται. Στην τελευταία περίπτωση η αγωγή θα απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.

Ως προς τις δικονομικές ενστάσεις:

α) Για την απόρριψη αγωγής που ασκείται από πρόσωπο τεθέν σε στερητική δικαστική συμπαράσταση αρκεί η απλή απόδειξη της ενστάσεως ελλείψεως της ικανότητος δικαστικής παραστάσεως (άρθρο 63 ΚΠολΔ) από οποιονδήποτε διάδικο, η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ένσταση (άρθρο 73 ΚΠολΔ), αν δηλαδή η ιστορική της βάση αποδεικνύεται είτε από τον εναγόμενο, χωρίς όμως να προτείνεται από αυτόν, είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του (λ.χ. από κάποιον μάρτυρα του ενάγοντος ο οποίος κατέθεσε ότι ο ενάγων έχει τεθεί σε στερητική δικαστική συμπαράσταση).

β) Για την απόρριψη αγωγής που προσκρούει σε δεδικασμένο αρκεί η απλή απόδειξη της ενστάσεως δεδικασμένου (άρθρο 321 ΚΠολΔ) από οποιονδήποτε διάδικο, η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ένσταση (άρθρο 332 ΚΠολΔ), αν δηλαδή η ιστορική της βάση αποδεικνύεται είτε από τον εναγόμενο, χωρίς όμως να προτείνεται από αυτόν (λ.χ. ο εναγόμενος απλά προσκομίζει την τελεσίδικη απόφαση που έχει κρίνει κατά το παρελθόν την ένδικο διαφορά, χωρίς να την επικαλείται), είτε από τον ενάγοντα, δηλαδή από σφάλμα του.

γ) Για την απόρριψη αόριστης αγωγής αρκεί η απλή απόδειξη της ενστάσεως αοριστίας της (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ), η ευδοκίμηση της οποίας θα οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως την ιδιάζουσα αυτή ένσταση, η ιστορική βάση της οποίας αποδεικνύεται από το περιεχόμενο του ίδιου του δικογράφου της αγωγής (λ.χ. ζητείται η επιδίκαση του ποσού της μειώσεως της αξίας αυτοκινήτου χωρίς να αναφέρεται η προ της βλάβης αξία του).

Μετά την ανωτέρω ανάπτυξη και αφού έγινε αντιληπτή η σημασία της διακρίσεως των ενστάσεων στις ως άνω τρεις κατηγορίες, απομένει να δοθεί απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα από ποιους κανόνες δικαίου απορρέουν οι γνήσιες, από ποιους οι καταχρηστικές και από ποιους οι δικονομικές ενστάσεις. Με άλλα λόγια, ποιοι κανόνες δικαίου εντάσσονται στο πλαίσιο της συζητητικής και ποιοι στο πλαίσιο της περιορισμένης συζητητικής αρχής; Παρότι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα έπρεπε να είναι δεδομένη, σαφής και συγκεκριμένη σε ένα νομικό σύστημα που επιδιώκει την εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου, εντούτοις αυτό δεν συμβαίνει. Έτσι, πέρα από το γεγονός ότι οι δικονομικές ενστάσεις απορρέουν από κανόνες του δικονομικού αστικού δικαίου που αφορούν συνήθως το παραδεκτό της αγωγής, και άλλοτε το παραδεκτό της συζητήσεώς της, γεγονός που είναι δεδομένο και σαφές, μπορούμε να πούμε ότι οι γνήσιες ενστάσεις απορρέουν από δευτερευούσης σημασίας κανόνες δικαίου, από κανόνες δικαίου που προστατεύουν περισσότερο τα ιδιωτικά δικαιώματα, και γι’ αυτό πρέπει να προτείνονται από τον δικαιούχο, ενώ οι καταχρηστικές ενστάσεις απορρέουν από πρωτευούσης σημασίας κανόνες δικαίου, από κανόνες δικαίου που προστατεύουν περισσότερο το δημόσιο συμφέρον, τις θεμελιακές αξίες της έννομης τάξης, και γι’ αυτό δεν απαιτείται να προτείνονται. Έτσι, για να επιστρέψουμε στα ανωτέρω παραδείγματα, ενώ η παραγραφή της αξίωσης του δανειστή (άρθρο 272 ΑΚ) είναι ένα γεγονός που αφορά κυρίως το ιδιωτικό συμφέρον του οφειλέτη να μην καταβάλει, η ακυρότητα των δικαιοπραξιών που δεν καταρτίστηκαν σύμφωνα με τον νόμιμο τύπο (άρθρο 159 παρ.1 ΑΚ) είναι μια επιταγή δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα της ανάγκης ύπαρξης ασφάλειας στις συναλλαγές. Σε κάθε περίπτωση, η καθιέρωση από τον νόμο της αυτεπάγγελτης εξέτασης των προϋποθέσεων εφαρμογής ενός κανόνος δικαίου σημαίνει ότι από τον κανόνα αυτόν απορρέει καταχρηστική ένσταση.


Ιωάννης Δημ. Κονομόδης

Δικηγόρος