Το σύνταγμα της Επιδαύρου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Β. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Γ. ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Δ.Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Ε. ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

ΣΤ. ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Ζ. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

Η. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Θ. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με τον όρο σύνταγμα της Επιδαύρου εννοούμε το σύνταγμα το οποίο ψηφίστηκε από την Α’ Εθνοσυνέλευση, αυτήν της Επιδαύρου, με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, την 1η Ιανουαρίου του έτους 1822. Υπήρξε το πρώτο ελληνικό σύνταγμα και η επίσημη ονομασία του είναι «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». «Ο χαρακτηρισμός του Πολιτεύματος ως ‘Προσωρινού’ οφείλεται και στο γεγονός ότι η Επανάσταση βρισκόταν στην αρχή της, κυρίως όμως πρέπει να αποδοθεί στην πρόθεση των συντακτών του, και της Συνέλευσης γενικότερα, να αποφύγουν την αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας και των συντηρητικών κύκλων της Ευρώπης, καθώς αποτελούσε παραφωνία στη μοναρχική συγχορδία της ευρωπαϊκής ηπείρου.»[1] «Στη σύνταξή του […] συνέργησε ο Ιταλός Βικέντιος Γαλίνας, που τιμήθηκε με μετάλλιο· φρόντισε τη διατύπωση και μερικές λεπτομέρειες με υποδείξεις του Μαυροκορδάτου, του Νέγρη και των προεστών.»[2] «Σύμφωνα με πληροφορία του Βαυαρού, φιλέλληνα επίσης [σ.σ. όπως και ο Γαλίνας], Ειρηναίου Θειρσίου (Τηρς), ο Γκαλλίνα, όταν ήλθε στην επαναστατημένη Ελλάδα, είχε φέρει κείμενα Συνταγμάτων της Ευρώπης και, οπλισμένος με πολιτειακές γνώσεις, συνέβαλε στην επεξεργασία του κειμένου.»[3]

Το σύνταγμα περιλαμβάνει 109 σύντομες ως επί το πλείστον παραγράφους (α’-ρθ’), οι οποίες κατανέμονται σε πέντε (5) τίτλους (Α’-Ε’) και εννέα (9) τμήματα (Α’-Θ’), ενώ στο τέλος του υπάρχει και παράρτημα. Η αρίθμηση των παραγράφων, των τμημάτων και των τίτλων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό σύστημα. Τα τμήματα του συντάγματος με τις επικεφαλίδες που αντιστοιχούν σε καθένα από αυτά είναι τα κατωτέρω αναφερόμενα. Οι επικεφαλίδες που βρίσκονται σε αγκύλες δεν περιλαμβάνονται στο κείμενο του συντάγματος και έχουν προστεθεί από εμένα βάσει του περιεχομένου του αντίστοιχου τμήματος.

Τμήμα Α’ (§ α’) Περί θρησκείας

Τμήμα Β’ (§§ β’-η’) Περί των γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων της επικράτειας της Ελλάδος

Τμήμα Γ’ (§§ θ’-κδ’) Περί σχηματισμού Διοικήσεως

Τμήμα Δ’ (§§ κε’-μστ’) Περί καθηκόντων του Βουλευτικού σώματος

Τμήμα Ε’ (§§ μζ’-μθ’) Περί των καθηκόντων των δύο Γραμματέων του Βουλευτικού σώματος

Τμήμα ΣΤ’ (§§ ν’-νγ’) [Περί των πολιτικών εγκλημάτων των μελών του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού σώματος και των υπουργών]

Τμήμα Ζ’ (§§ νδ’-πβ’) Περί των καθηκόντων του Εκτελεστικού σώματος

Τμήμα Η’ (§§ πγ’-πστ’) [Ρυθμίσεις για το Εκτελεστικό σώμα]

Τμήμα Θ’ (§§ πζ’-ρ’) Περί του Δικαστικού

Παράρτημα (§§ ρα’-ρθ’) [Ρυθμίσεις επιμέρους θεμάτων]

«Η συνταγματικοπολιτική δομή του πολιτειακού σχήματος του πρώτου ελληνικού συντάγματος δεν ταυτίζεται βέβαια με εκείνη των μετά το 1844 ελληνικών συνταγμάτων. Υπάρχουν, όμως, κοινές βασικές αναλογίες, που επιτρέπουν τη «συνταγματική παρομοίωση» της τότε και της σύγχρονης συνταγματικής ρύθμισης.»[4] Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται σχολιασμένες οι πιο θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος της Επιδαύρου.

Β. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Το πρώτο τμήμα του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας αποτελείται από μόνο μία παράγραφο (§ α’), η οποία αναγνωρίζει την επικρατούσα θρησκεία και το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας.

  • α’ Η επικρατούσα θρησκεία στην Ελληνική Επικράτεια είναι η της Ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού· ανέχεται όμως η Διοίκηση της Ελλάδας και κάθε άλλη θρησκεία και οι τελετές και ιεροπραγίες καθεμιάς εξ αυτών εκτελούνται ακώλυτα.

Ως προς την καθιέρωση της επικρατούσης θρησκείας, ο Αδαμάντιος Κοραής την θεωρεί περιττή, επισημαίνοντας τα εξής:[5] «η φανέρωσις τούτου [σ.σ. της επικρατούσης θρησκείας] εις το πολιτικόν σύνταγμα είναι απολίτευτος. Κίνδυνον κανένα δεν τρέχομεν να ιουδαΐσωμεν ή να τουρκίσωμεν· αρκεί να κολάζωσιν οι νόμοι τον Τούρκον και τον Ιουδαίον όστις ήθελε τολμήσειν να ενοχλήση ή να υβρίσει φανερά την θρησκείαν μας. Περί δε των χριστιανικών ετεροδόξων αιρέσεων, ουδ’ απ’ αυτάς έχομεν να φοβώμεθα κίνδυνον κανένα αν προσέχωμεν εις την διαγωγήν των εκκλησιαστικών πάσης αιρέσεως. Όταν αυτοί περιορίζωνται εις την πνευματικήν κυβέρνησιν της ποίμνης των, μηδέ περιεργάζωνται να σύρωσι τα πρόβατα της Ανατολικής ποίμνης καθένας εις την ιδίαν του ποίμνην με τρόπους εναντίους των νόμων, έχουν πάσαν άδειαν να τιμώσι και αυτοί την θρησκείαν των χωρίς να υπόκεινται εις επικρατούσαν άλλην θρησκείαν.»

Αντίθετα, η αναγνώριση του δικαιώματος της ανεξιθρησκίας αντιμετωπίζεται από τον Κοραή όχι μόνο ως απαραίτητη, αλλά ως αυτονόητη:[6] «Η ιδιοκτησία δεν περιλαμβάνει μόνους τους οίκους, αγρούς, αμπελώνας και παντός άλλου είδους κινητά ή ακίνητα κτήματα, αλλά και αυτούς τους λογισμούς, τας δόξας και υπολήψεις καθενός. Καθείς έχει γνώμας, υπολήψεις, δόξας ιδίας και τρόπον ίδιον του συλλογίζεσθαι, μορφωμένον από την ανατροφήν και άλλας σχέσεις διαφόρους, εις τας οποίας η τύχη τον έμπλεξε. […] άφες ελευθέρας τας ετεροδόξους θρησκείας. Η ελευθερία τρέφει την άμιλλαν και συνερισίαν· διότι καθένας από τους διάφορα φρονούντας σπουδάζει να αποδείξη την ορθότητα της πίστεως με την ορθότητα των έργων του.»

Γ. ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Το δεύτερο τμήμα του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας αποτελείται από τις παραγράφους β’-η’, οι οποίες ορίζουν την έννοια του Έλληνα, καθιερώνουν την ισότητα των δικαιωμάτων όλων των κατοίκων της Ελλάδας και αναγνωρίζουν τα επιμέρους δικαιώματα που απολαμβάνουν.

  • β’ Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικράτειας της Ελλάδας πιστεύουν στον Χριστό, είναι Έλληνες και απολαμβάνουν όλα τα πολιτικά δικαιώματα χωρίς καμία διάκριση.

Είναι φανερό ότι η έννοια του Έλληνα περιλαμβάνει την έννοια του χριστιανού, έτσι ώστε να είναι αδύνατον να είναι κάποιος μη χριστιανός Έλληνας.

  • γ’ Όλοι οι Έλληνες είναι όμοιοι ενώπιον των νόμων χωρίς καμία εξαίρεση, είτε βαθμού είτε κλάσης είτε αξιώματος.

Η διάταξη αυτή καθιερώνει την ισότητα μεταξύ των Ελλήνων. Κατά τον Αδαμάντιο Κοραή,[7] «η ισότης αύτη της πολιτικής κοινωνίας θεραπεύει την φυσικήν των ανθρώπων ανισότητα· δια την οποίαν ήτον αδύνατον να συζήσωσιν ειρηνικώς αν δεν εσυμφωνούσαν να υποτάσσωνται όλοι χωρίς εξαίρεσιν εις νόμους θεμένους και κυρωμένους με την κοινήν ψήφον. Ο δυνατός το σώμα ήθελε καταδυναστεύειν τον αδύνατον, ο κτηματικός τον ολότελ’ ακτήμονα και πτωχόν. Από το άλλο μέρος, οι αδύνατοι, μην υποφέροντες την δυναστείαν, ήθελαν και αυτοί, συμμαχούντες πολλοί, υποτάξειν τον δυνατόν και οι πτωχοί δια της αυτής συμμαχίας αρπάσειν του πλουσίου τα κτήματα. Τοιούτον εμφύλιον και καθημερινόν πόλεμον μόνη των νόμων η δύναμις εμπορεί να εμποδίση, αν οι νόμοι ήναι απροσωπόληπτοι· αν δεν προστατεύωσι πλέον τον πλούσιον και δυνατόν, παρά τον αδύνατον και πτωχόν, μηδέ παραβλέπωσι πάλιν τας αδικίας τούτων, σπλαγχνιζόμενοι την αδυναμίαν και πτωχείαν των. Η απροσωποληψία των νόμων είναι το μόνον στερεώτατον θεμέλιον της πολιτείας. […]

Εδώ ίσως έπρεπε να διορισθή τι και περί της καταργήσεως των ονομαζομένων ευγενειών ή κατά διαδοχήν υπεροχών ή προνομίων οποιωνδήποτε, ως έκαμεν η πρώτη της Γαλλίας Συντακτική συνέλευσις.»

  • δ’ Όσοι, αφού έλθουν από το εξωτερικό, κατοικήσουν ή διαμείνουν στην επικράτεια της Ελλάδας, είναι όμοιοι με τους αυτόχθονες κατοίκους ενώπιον των νόμων.

Με αυτήν την παράγραφο η καθιερούμενη με την προηγούμενη παράγραφο (§ γ’) ισότητα επεκτείνεται, πέρα από τους Έλληνες, σε όσους κατοικούν ή διαμένουν στην Ελλάδα.

  • ε’ Η διοίκηση θέλει φροντίσει να εκδώσει προσεχώς νόμο περί πολιτογράφησης όσων ξένων έχουν την επιθυμία να γίνουν Έλληνες.

Ο Κοραής εφιστά την προσοχή στην δημιουργία ενός ισορροπημένου νόμου για την πολιτογράφηση:[8] «περί των οποίων [σ.σ. περί των ξένων οι οποίοι επιθυμούν να πολιτογραφηθούν] ορθώς ο Χάρτης αναβάλλει εις το εξής ιδιαίτερον νόμον· διότι ο περί τούτων νόμος δύναται να βλάψη πολύ την πολιτείαν αν δεν τεθή με πολλήν προσοχήν και σκέψιν. Ούτε την ξενηλασίαν των Σπαρτιατών πρέπει να μιμηθώμεν, ούτε πάλιν όσην έδειχναν οι Αθηναίοι ευκολίαν να δέχωνται τους ξένους· ευκολίαν ήτις εσχάτως εχρημάτισεν εν από τα πολλά αίτια να στερηθώσιν αυτοί την οποίαν τόσον ασώτως εχάριζαν εις άλλους πολιτείαν. Εάν οι χαρίζοντες πολιτείαν χαρίζωσι μέγα δώρον και τιμήν μεγάλην, πρέπει και οι λαμβάνοντες να ήναι τοιούτοι οποίοι να τιμώσι τους χαρίζοντας πολίτας με την διαγωγήν των και να ήναι ικανοί να δείξωσι ευγνωμοσύνην με τα δυνατά εις την πολιτείαν υπουργήματα.

  • στ’ Όλοι οι Έλληνες έχουν το ίδιο δικαίωμα σε όλα τα αξιώματα και τις τιμές· χορηγός αυτών είναι μόνο η αξιοσύνη καθενός.

  • ζ’ Η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια καθενός από τους Έλληνες είναι υπό την προστασία των νόμων.

Εδώ απαριθμούνται τα βασικότερα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι Έλληνες. Σύμφωνα με τον Αδαμάντιο Κοραή,[9] «η τιμή περιέχεται εις την προσωπικήν ασφάλειαν, ή και εις την ιδιοκτησίαν». Ορίζει, δε, την έννοια της προσωπικής ασφάλειας ως εξής:[10] «Η προσωπική ασφάλεια είναι το οποίον έχει καθείς δίκαιον να φυλάσση από τας βίας την ζωήν, την ολοκληρίαν των μελών του σώματος, την υγείαν και την τιμήν του. Δια το δίκαιον τούτο συγχωρείται να σύρη εις δικαστήριον τον όστις τον δυσφημεί, τον ατιμάζει ή τον συκοφαντεί· ουδέ λογίζεται φονεύς αν αναγκασθή να βλάψη την ζωήν του άλλου δια να σώση την ιδικήν του. Από μόνον το δίκαιον τούτο συγχωρείται και ο υπέρ της πατρίδος πόλεμος, εις τον οποίον οι πολίται αναγκάζονται να φονεύωσιν άλλους δια να μη στερηθώσιν αυτοί την ζωήν και το τιμιώτερον της ζωής, την ελευθερίαν. Τον πόλεμον τούτον ουδ’ η θρησκεία εμποδίζει, ως εφαντάσθησαν τινές.»

Από την άλλη πλευρά, «η ιδιοκτησία δεν περιορίζεται εις τα ιδίως λεγόμενα κτήματα ή υπάρχοντα άψυχα, οίον οίκους, αγρούς, αμπελώνας, σκεύη και τα τοιαύτα, αλλ’ εκτείνεται και εις την γυναίκα, τα τέκνα καθενός, ακόμη και εις αυτήν του την θρησκείαν· εις ένα λόγον, ό,τι πας ένας εμπορεί να ονομάση εμόν, λογίζεται κτήμα του· ώστ’ έχει το αυτό δίκαιον να ενεργή ανεμποδίστως την θρησκείαν του, ως και να κατοική τον οίκον ή να γεωργή τον αγρόν του.»[11]

  • η’ Όλες οι εισπράξεις πρέπει να διανέμωνται δίκαια σε όλες τις τάξεις και τις κλάσεις των κατοίκων σε όλη την έκταση της Ελληνικής επικράτειας. Καμία δε είσπραξη δεν γίνεται χωρίς νόμο που να έχει εκδοθεί πριν από αυτήν.

Δ. Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Το τρίτο τμήμα του συντάγματος της Επιδαύρου αποτελείται από τις παραγράφους θ’-κδ’, οι οποίες προβλέπουν την διαίρεση της Διοίκησης σε Βουλευτικό και Εκτελεστικό σώμα και ρυθμίζουν την δομή εκάστου σώματος.

  • θ’ Η Διοίκηση αποτελείται από δύο σώματα, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό.

Το Βουλευτικό, το Εκτελεστικό και το Δικαστικό (§ πζ’) είναι τα τρία (3) σώματα τα οποία συναποτελούν το ελληνικό Κράτος. Έτσι κατοχυρώνεται συνταγματικά η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.[12]

  • ι’ Τα δύο αυτά σώματα ισοσταθμίζονται με την αμοιβαία συνδρομή τους στην κατασκευή των νόμων· διότι ούτε οι αποφάσεις του Βουλευτικού έχουν κύρος νόμου χωρίς την επικύρωση του Εκτελεστικού σώματος, ούτε τα σχέδια νόμων που υποβάλλονται από το Εκτελεστικό στο Βουλευτικό έχουν κύρος αν δεν εγκριθούν από το Βουλευτικό σώμα.

Αυτή η αμοιβαία συνδρομή των δύο σωμάτων στην νομοπαρασκευαστική διαδικασία αναλύεται και εξειδικεύεται στις παραγράφους λγ’, λδ’, λθ’ του συντάγματος, τις οποίες θα δούμε κατωτέρω.

  • ια’ Το Βουλευτικό αποτελείται από εκλεγμένους πληρεξούσιους Παραστάτες από τα διάφορα μέρη της Ελλάδας.

  • ιβ’ Ο αριθμός των Παραστατών είναι αόριστος μέχρι να εκδοθεί νόμος για την εκλογή τους.

  • ιγ’ Θέλει εκδοθεί από την Διοίκηση προσωρινός νόμος για την εκλογή των Παραστατών, ο οποίος πρέπει όμως να περιέχει οπωσδήποτε τους ακόλουθους δύο όρους:

  • ιδ’ Οι Παραστάτες πρέπει να είναι Έλληνες.

  • ιε’ Απαιτείται να έχουν ηλικία τριάντα πλήρη έτη.

Έτσι καθιερώνεται από το σύνταγμα η αντιπροσωπευτική αρχή.[13] Τον τρόπο με τον οποίον ο λαός εξέλεγε, βάσει του νόμου που εκδόθηκε, εκλέκτορες και, εν συνεχεία, οι εκλέκτορες εξέλεγαν Παραστάτες περιγράφει ο Αδαμάντιος Κοραής:[14] «Ο περί του αριθμού των Παραστατών νόμος (§ ιβ’) εξεδόθη έπειτα και εκηρύχθη από τον Αντιπρόεδρον της Νομοτελεστικής εξουσίας εις την Ερμιόνην, την θ’ Νοεμβρίου 1822. Κατά τον νόμον τούτον, ορίζονται Αρχαιρεσίαι, εις τας οποίας συνέρχονται πάσης τάξεως πολίται, και ιερωμένοι και κοσμικοί καθενός χωρίου, και ονομάζουν εκλέκτορα:

ένα, εάν το χωρίον περιέχη οικογενείας 10 μέχρι 50.

δύο, εάν το χωρίον περιέχη οικογενείας 100.

τρεις, εάν το χωρίον περιέχη οικογενείας 200.

τέσσαρας, εάν το χωρίον περιέχη οικογενείας 300.

πέντε, εάν επέκεινα των 300.

Οι εκλέκτορες ούτοι, φέροντες τα αποδεικτικά καθείς του πέμποντος χωρίου, συνέρχονται εις την πρωτεύουσαν πόλιν της Επαρχίας υπό την οποίαν τάσσονται τα χωρία και εκεί, συνενούμενοι με εννέα άλλους ωνομασμένους από την πρωτεύουσαν εκλέκτορας, εκλέγουν και πέμπουν εις το συνέδριον της Νομοτελεστικής εξουσίας ένα παραστάτην […] .»

  • ιθ’ Το Βουλευτικό σώμα διαρκεί ένα ολόκληρο έτος από την ημέρα της έναρξής του.

  • κ’ Το Εκτελεστικό σώμα αποτελείται από πέντε μέλη, τα οποία εκλέγονται εκτός των μελών του Βουλευτικού από Συνέλευση η οποία σχηματίζεται προς τούτο σύμφωνα με ιδιαίτερο νόμο.

Ο ως άνω νόμος που ψηφίστηκε στην Ερμιόνη την 9η Νοεμβρίου 2022 όριζε, πιο συγκεκριμένα, ότι: «περί τα τέλη του Δεκεμβρίου συνέρχονται οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι όπου η γενική Διοίκησις και κατά την  πρώτην Ιανουαρίου εκλέγουν το πενταμελές Εκτελεστικόν σώμα, και μεταξύ των πέντε ένα Πρόεδρο.[15]

  • κβ’ Το Εκτελεστικό σώμα εκλέγει οκτώ υπουργούς, πρώτος μεταξύ των οποίων είναι ο Αρχιγραμματέας της επικρατείας, έχοντας ταυτόχρονα την επιστασία των εξωτερικών· οι υπόλοιποι δε επτά είναι οι εξής: 2. Ο των Εσωτερικών. 3. Ο της Οικονομίας. 4. Ο του Δικαίου. 5. Ο των Πολεμικών. 6. Ο του Ναυτικού. 7. Ο της Θρησκείας. 8. Ο της Αστυνομίας.

Ο Κοραής εκφράζει με κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεσή του στην πρόβλεψη οκτώ (8) υπουργών, θεωρώντας ότι ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος και ότι σφετερίζονται αρμοδιότητες οι οποίες θα έπρεπε να έχουν ανατεθεί στους δημάρχους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:[16] «Οκτώ υπουργοί εις την ερημωμένην Ελλάδα, ήτις έχει χρείαν από γεωργούς πλέον παρά από πολιτικούς υπουργούς. Ο Αυτοκράτωρ της Κίνας λέγεται ότι δεσπόζει τριακόσια τριάκοντα τρία εκατομμύρια λαού, και όμως δεν έχει πλην εξ Κολάους· ούτως ονομάζονται εκεί οι Λειτουργοί του κράτους. Εις ημάς και οι τέσσαρες είναι πολλοί.

Αν και όλοι χωρίς εξαίρεσιν οι πολίται χρεωστώσι να κρέμωνται από την γενικήν του έθνους Κυβέρνησιν δια τον φόβον της πολυαρχίας, πάσα κοινότης όμως ή συμμορία πολιτών έχει ίδια δίκαια και νόμους ιδίους, ανεξαρτήτους από την γενικήν Κυβέρνησιν και τους λειτουργούς της Κυβερνήσεως. Τοιαύτα είναι να εκλέγωσι τους ιδίους των προεστώτας ή δημογέροντας ή συμμοριάρχους, να οικονομώσι τας κοινάς των εισόδους και κτήσεις και άλλας τοιαύτας τοπικάς χρείας. Αν η γενική Κυβέρνησις, ή οι Λειτουργοί της Κυβερνήσεως, σφετερισθή κανέν από τα δίκαια ταύτα, ταράσσει την ελευθερίαν όλης της πολιτείας. Και τούτο συμβαίνει όπου πολυπλασιάζονται οι αμέσως λειτουργούντες την Κυβέρνησιν.»

  • κγ’ Το Εκτελεστικό σώμα διορίζει με όμοιο τρόπο όλους τους υπαλλήλους υπουργούς της Διοίκησης.

  • κδ’ Η διάρκεια του Εκτελεστικού σώματος είναι μονοετής και αρχίζει από την ημέρα της έναρξής του.

Η πρώτη παράγραφος της Διακήρυξης της Α’ Εθνικής Συνέλευσης

Ε. ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Το τέταρτο τμήμα του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας αποτελείται από τις παραγράφους κε’-μστ’, οι οποίες προβλέπουν τα καθήκοντα του Βουλευτικού σώματος. Εδώ θα εστιάσουμε κυρίως στην σχέση μεταξύ του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού σώματος κατά την νομοπαρασκευαστική διαδικασία και στην δυνατότητα κατάργησης της πολιτικής ύπαρξης του Έθνους.

Πριν από αυτά όμως, είναι σκόπιμο να παρατεθεί, λόγω της σημασίας της, η διάταξη η οποία καθιερώνει την αρχή της πλειοψηφίας στην λειτουργία του Βουλευτικού σώματος (ανάλογη διάταξη για το Εκτελεστικό σώμα η § οθ’, οράτε περί αυτής κατωτέρω, υπό ΣΤ):

  • λ’ Οι αποφάσεις του Βουλευτικού σώματος λαμβάνονται με την ψήφο των περισσότερων.

Και συνεχίζουμε με τις παραγράφους λγ’, λδ’ και λθ’, οι οποίες, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα (υπό Δ) παράγραφο ι’, προβλέπουν την συνεργασία του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού σώματος κατά την θέσπιση των νόμων (ανάλογες παράγραφοι στο τμήμα για το Εκτελεστικό σώμα οι νζ’ και νη’, οράτε κατωτέρω, υπό ΣΤ).

  • λγ’ Ο πρόεδρος στέλνει τις αποφάσεις του Βουλευτικού σώματος προς το Εκτελεστικό, το οποίο, αφού τις επικυρώσει, έχουν κύρος νόμου.

  • λδ’ Αν το Εκτελεστικό σώμα αρνηθεί την επικύρωση ή κάνει προσθαφαιρέσεις, αναφέροντας τους λόγους της άρνησης ή των προσθαφαιρέσεων, η υπόθεση παραπέμπεται εκ νέου στο Βουλευτικό σώμα μαζί με τις παρατηρήσεις του Εκτελεστικού και συζητείται πάλι και είτε η απόλυτη άρνηση ή οι προσθαφαιρέσεις του Εκτελεστικού σώματος εγκρίνονται ή, αν το Βουλευτικό σώμα επιμείνει στην απόφασή του, η υπόθεση παραπέμπεται για δεύτερη φορά στο Εκτελεστικό σώμα, το οποίο, αν και πάλι δεν ενδίδει, σε εκείνη την περίσταση πέφτει ο νόμος.

Την δυνατότητα αυτήν του Εκτελεστικού σώματος να εμποδίζει την θέσπιση νόμων τους οποίους έχει σχεδιάσει το Βουλευτικό επικρίνει με σφοδρότητα ο Αδαμάντιος Κοραής:[17] «Πίπτει ο νόμος! Δια την άρνησιν πέντε ανθρώπων, ως διετάχθη η Νομοτελεστική εξουσία, ή ενός μόνου, ως έπρεπ’ ίσως να διαταχθή, να πέση νόμος ωρισμένος από εξήκοντα ή και πολύ πλειοτέρους, όσους ενδέχεται εις το εξής να εκλέξη το Έθνος, αντιπροσώπους; Αλλ’ εάν ο κριθείς ωφέλιμος εις το κοινόν νόμος δεν συμφέρη κατά τύχην εις τον ένα ή τους πέντε άρχοντας της Νομοτελεστικής εξουσίας, είναι δίκαιον να στερήται το Έθνος την από τον νόμον ωφέλειαν δια χάριν της πενταρχίας, ή μάλλον της ολιγαρχίας;»

  • λθ’ Το Βουλευτικό σώμα δέχεται όσα σχέδια νόμων υποβάλλονται από το Εκτελεστικό και είτε τα αποδέχεται είτε τα επεξεργάζεται.

Και σε αυτήν την διάταξη είναι αντίθετος ο Κοραής, γιατί είναι της άποψης ότι οι νόμοι πρέπει να καταστρώνονται από την Νομοθετική και όχι από την Εκτελεστική εξουσία. Όπως γράφει:[18] «ασφαλέστερον ήτο να μη γίνεται αμέσως καμμία προβολή νόμου (project de loi) από την Νομοτελεστικήν εξουσίαν. Οι αντιπρόσωποι μόνοι είναι οι γνήσιοι νομοθέται του Έθνους. Αλλ’ επειδή […] όλοι οι πολίται έχουν το δίκαιον να φανερώνωσι την χρείαν του νόμου οσάκις λείπει περί τινος νόμος, εμπορεί και η Νομοτελεστική εξουσία να κοινωνήση ιδιαιτέρως την τοιαύτην χρείαν εις καμμίαν από τας Επιτροπάς (Comites) του Συνεδρίου ή κανέν’ από τους αντιπροσώπους, ή και να την δημοσιεύση ανωνύμως δια των εφημερίδων.»

  • με’ Είναι απόλυτα απαγορευμένο στο Βουλευτικό σώμα να συγκατατεθεί σε οποιαδήποτε συνθήκη η οποία έχει σκοπό την κατάργηση της πολιτικής ύπαρξης του Έθνους· αν μάλιστα αναφανεί ότι το Εκτελεστικό σώμα ενεπλάκη σε τέτοιες παράνομες συνθήκες, το Βουλευτικό σώμα οφείλει να κατηγορήσει τον Πρόεδρο και μετά τον έλεγχό του να τον κηρύσσει ενώπιον του Έθνους έκπτωτο του επαγγέλματός του.

«Ο παράγραφος είναι», σύμφωνα με τον Αδαμάντιο Κοραή,[19] «εις από τους αξιολογωτέρους, ή μάλλον ο αξιολογώτατος όλων, επειδή αποβλέπει την ασφάλειαν της ζωής και της υπάρξεως του πολιτικού σώματος.»

Λείπει όμως, κατά τον ίδιο συγγραφέα, μετά την ως άνω παράγραφο μια ξεχωριστή παράγραφος η οποία θα ρύθμιζε την διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος. Όπως γράφει χαρακτηριστικά:[20] «[…] έπρεπεν εδώ να προστεθή, μετά το περί της υπάρξεως της πολιτείας, το περί της ενδεχομένης μεταβολής ή νόμων τινών, ή και όλου του πολιτικού Συντάγματος. Η κατάργησις ευνομουμένης πολιτείας είναι δούλωσις, είναι τυρρανία, και ακολούθως αδίκημα προδοσίας ή καθοσιώσεως, όλων των αδικημάτων δεινότατον. Αλλ’ η διόρθωσις, η προσθήκη ή αφαίρεσις, εις ένα λόγο η οποιαδήποτε μεταβολή εις το πολιτικόν Σύνταγμα, γίνεται καμμίαν φοράν αναγκαία. Η ανάγκη γεννάται από την πρόοδον του πολιτισμού, των φώτων, των διαφόρων σχέσεων του Έθνους.»

ΣΤ. ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Το έβδομο τμήμα του συντάγματος της Επιδαύρου αποτελείται από τις παραγράφους νδ’-πβ’, οι οποίες προβλέπουν τα καθήκοντα του Εκτελεστικού σώματος. Όπως και στο προηγούμενο κεφάλαιο, για το Βουλευτικό σώμα (υπό Ε), και σε αυτό θα αναφερθώ κυρίως στην σχέση μεταξύ του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού σώματος κατά την νομοπαρασκευαστική διαδικασία και στην δυνατότητα κατάργησης της πολιτικής ύπαρξης του Έθνους. Οι ρυθμίσεις του συντάγματος ως προς αυτά τα ζητήματα στα δύο τμήματά του που αφορούν το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό εμφανίζουν αναλογίες.

  • οθ’ Οι αποφάσεις του Εκτελεστικού σώματος λαμβάνονται με την ψήφο των περισσότερων.

Η αρχή της πλειοψηφίας, λοιπόν, καθιερώνεται και στην λειτουργία του Εκτελεστικού σώματος, όπως ακριβώς έχει ήδη συμβεί με το Βουλευτικό (§ λ’, υπό Ε).

  • νζ’ [Το Εκτελεστικό] Επικυρώνει τους νόμους που υποβάλλονται από το Βουλευτικό ή αρνείται την επικύρωση (κατά την λδ’).

  • νη’ Έχει το δικαίωμα να υποβάλλει σχέδια νόμων προς το Βουλευτικό, το οποίο τα επεξεργάζεται· και για την επεξεργασία αυτήν ορίζονται αρμόδιοι ένας ή περισσότεροι από τους υπουργούς, μεταξύ των οποίων και εκείνος στον κλάδο του οποίου ανάγεται ο αμφισβητούμενος νόμος.

Η ρύθμιση αυτή βρίσκεται σε αρμονία με τις ρυθμίσεις των παραγράφων ι’ (ανωτέρω, υπό Δ), λγ’, λδ’ και λθ’ (ανωτέρω, υπό Ε), αφού όλες προβλέπουν την συνεργασία του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού σώματος κατά την νομοπαρασκευαστική διαδικασία.

  • π’ Με καμία πρόφαση και σε καμία περίσταση δεν μπορεί το Εκτελεστικό να επιχειρήσει πράξεις ή να συνάψει συνθήκες οι οποίες αφορούν την κατάργηση της πολιτικής ύπαρξης του Έθνους· σε περίπτωση που αυτό συμβεί, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού ελέγχεται, εκπίπτει και καταδικάζεται κατά την § με’.

Η ρύθμιση αυτή έρχεται σε πλήρη αντιστοιχία με την ρύθμιση της παρααγράφου με’ για το Βουλευτικό σώμα (ανωτέρω, υπό Ε).

Ζ. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

Το ένατο τμήμα του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας αποτελείται από τις παραγράφους πζ’-ρ’, οι οποίες αναφέρονται στο Δικαστικό σώμα, στα είδη των Δικαστηρίων και στην νομοθεσία. Κατά τον Αδαμάντιο Κοραή,[21] «εις όλον το περί της Δικαστικής εξουσίας μέρος τούτο (Τμ. Θ’, §§ πζ’-ρ’) αφέθησαν πολλά αναγκαία, δια το στενόν, ως φαίνεται, του καιρού».

  • πζ’ Το Δικαστικό είναι ανεξάρτητο από τις άλλες δύο εξουσίες, την Εκτελεστική και την Βουλευτική.

Με την παράγραφο αυτήν κατοχυρώνεται συνταγματικά η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.[22] Την σημασία αυτής της διάκρισης εξαίρει ο Κοραής:[23] «Χωρίς αμφιβολίαν, δεν συγχωρείται ουδ’ εις την Δικαστικήν να ταράσση και να σφετερίζεται την ανεξαρτησίαν των λοιπών δύο Εξουσιών, αμελούσα ή βραδύνουσα την πράξιν των κυρωμένων νόμων. Όστις από τους δικαστάς τολμήση τοιούτον σφετερισμόν, πρέπει να κολάζεται με την έκπτωσιν του δικαστικού αξιώματος. Δια τον αυτόν λόγον απαγορεύεται και εις την Νομοθετικήν και εις την Νομοτελεστικήν εξουσίαν να σφετερίζωνται τα δίκαια της Δικαστικής εξουσίας.»

  • πη’ Αποτελείται από έντεκα μέλη, τα οποία εκλέγονται από την Διοίκηση και εκλέγουν τον Πρόεδρό τους.

  • Ϟστ’ Οι αποφάσεις των ειρηνοποιών κριτών των χωριών μπορούν να προσβληθούν στα Δικαστήρια των επαρχιών. Οι αποφάσεις των Δικαστηρίων των επαρχιών μπορούν να προσβληθούν στα Δικαστήρια των κατά τόπους κεντρικών Διοικήσεων, και αυτών πάλι οι αποφάσεις στο Γενικό Δικαστήριο της Ελλάδας.

Όπως προκύπτει από την ανωτέρω παράγραφο, καθώς και από τις παραγράφους Ϟβ’, Ϟγ’, Ϟδ’ και Ϟε’, θεσπίζονται τέσσερις (4) βαθμοί δικαιοδοσίας, οι οποίοι έχουν κατά σειρά, από τον ανώτερο προς τον κατώτερο, ως εξής:

  1. Γενικόν της Ελλάδος Κριτήριον

  2. Κατά τόπους κεντρικά Κριτήρια

  3. Κριτήρια των επαρχιών

  4. Ειρηνοποιοί κριτές.

  • Ϟζ’ Το Εκτελεστικό Σώμα να διορίσει επιτροπή αποτελούμενη από τα εκλεκτότερα και σοφότερα μέλη της Ελλάδας, των οποίων η αρετή να είναι εγνωσμένη, για να συνθέσουν κώδικες νόμων πολιτικών, εγκληματικών και εμπορικών, οι οποίοι, καθώς και κάθε νόμος, υποβάλλονται στην κρίση και την επικύρωση του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού σώματος.

Ο Αδαμάντιος Κοραής προτείνει δύο εναλλακτικές λύσεις για την συγγραφή των ανωτέρω κωδίκων:[24] «Το συντομώτερον είναι να προσκαλέσωμεν από τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης νομοθέτας. […] Το μακρότερον είναι να φροντίση το Πολίτευμα χωρίς αναβολήν να παρακαλέση τους σπουδάζοντας εις την φωτισμένην Ευρώπην νέους μας να διακόψωσι κατά το παρόν όλα τ’ άλλα μαθήματα και να στρέψωσι την προσοχήν των εις τας πολιτικάς επιστήμας, ή να στείλη με δαπάνην του κοινού άλλους νέους, με προσταγήν να ασχοληθώσιν εις μόνας αυτάς· και τοιαύται είναι η Ηθική, η Πολιτική, η Νομική, η Ιστορία, η Γεωγραφία, και εξαιρέτως η Ιστορία και Γεωγραφία της Ελλάδος.»

  • Ϟη’ Μέχρι να δημοσιευθούν οι προαναφερθέντες Κώδικες, οι πολιτικές και εγκληματικές διαδικασίες έχουν ως βάση τους νόμους των αείμνηστων χριστιανών Αυτοκρατόρων μας και τους νόμους οι οποίοι εκδίδονται από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό σώμα· για τα εμπορικά δε θέματα, ισχύει στην Ελλάδα μόνο ο εμπορικός Κώδικας της Γαλλίας.

Η. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Το παράρτημα του συντάγματος της Επιδαύρου αποτελείται από τις παραγράφους ρα’-ρθ’, οι οποίες ρυθμίζουν επιμέρους ζητήματα λειτουργίας του νέου ελληνικού Κράτους, ορισμένα από τα οποία είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα.

  • ρβ’ Ορίζεται ως προσωρινή έδρα της Διοίκησης η Κόρινθος. Αν όμως οι περιστάσεις απαιτήσουν την μεταβολή της έδρας, αυτή αποφασίζεται από τα δύο σώματα, το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό, από κοινού.

Υπέρ της επιλογής της Κορίνθου ως πρώτης πρωτεύουσας του νέου ελληνικού Κράτους τάσσεται αναφανδόν ο Αδαμάντιος Κοραής. Όπως γράφει χαρακτηριστικά:[25] «Η Κόρινθος, ελπίζω, θελ’ είσθαι ο προσφυέστερος τόπος δια την θέσιν της, ήτις την καταπλούτισε παλαιά με το εμπόριον και την βιομηχανίαν των κατοίκων. Αυτήν εξαιρέτως παρά τας άλλας ελληνικάς πόλεις ωνόμασε πλουσίαν, «αφνειόν Κόρινθον» ο Όμηρος. Αυτήν εδιάλεξε και ο Απόστολος Παύλος ως ορμητήριον δια να διδάξη τον χριστιανισμόν εις την Ελλάδα.»

  • ρδ’ Τα χρώματα του Εθνικού συμβόλου και των σημαιών της θάλασσας και της ξηράς ορίζονται ως εξής: κυανό και λευκό.

  • ρε’ Το Εκτελεστικό σώμα θέλει προσδιορίσει τον σχηματισμό των σημαιών και του Εθνικού συμβόλου.

Ο Κοραής επιθυμούσε να απεικονίζει η ελληνική σημαία την δικαιοσύνη, και όχι τον σταυρό, όπως καθιερώθηκε μετέπειτα. «Επεθύμουν», γράφει,[26] «όμως, να ήναι η σημαία μας λευκή, έχουσα ζωγραφημένην εις το μέσον την εικόνα της δικαιοσύνης, κρατούσης με την μίαν χείρα την ζυγαρίαν και φερούσης εις της άλλης την παλάμην ανοικτήν κεφαλαία γράμματα μεγάλα ταύτα, ΙΣΟΤΗΣ, ΦΙΛΟΤΗΣ.

Θ. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος στην Επίδαυρο το 1822 αποτέλεσε την «πρώτη […] κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας τον συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα».[27] Αν και το σύνταγμα δεν εφαρμόστηκε ποτέ με ακρίβεια,[28] «πρωτεύουσα θέση σ’ αυτό έχουν η διακήρυξη και διασφάλιση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων (Γενικά Δικαιώματα). Εδώ, περισσότερο από παντού, είναι προφανής ο διάλογος των φιλελεύθερων πολιτικών ηγετών της Επανάστασης με τα πρωτοπόρα συνταγματικά κείμενα της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης.»[29]

Ακόμη, το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος «προέβλεπε ένα σύστημα πολυαρχικό, αποτέλεσμα τόσο της καχυποψίας των επαναστατών απέναντι σε κάθε συγκεντρωτική εξουσία, όσο και των απαραίτητων συμβιβασμών των πολλών μνηστήρων της επαναστατικής ηγεσίας. Τα δύο ανώτατα όργανα της Υπερτάτης Διοικήσεως, το Εκτελεστικόν και το Βουλευτικόν, αλληλοελέγχονταν, νομοθετούσαν και κυριαρχούσαν επί της διορισμένης κυβέρνησης, του Συμβουλίου των Μινίστρων. […] Η πραγματική, όμως, αξία του Συντάγματος της Επιδαύρου είναι έμμεση και μακροπρόθεσμη. Με τον πρώτο αυτόν καταστατικό χάρτη ξεκινούσε η μαθητεία των παλαιών ραγιάδων, ως πολιτών πλέον, στις αρχές του Κράτους Δικαίου. Σε μια περίοδο που ελάχιστα κράτη στον κόσμο διέθεταν γραπτά συντάγματα, οι Έλληνες επαναστάτες γίνονταν απόστολοι μιας νέας εποχής που αναδυόταν, αυτής των εθνικών κρατών, των πολιτικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.»[30]

Εξάλλου, το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας «υπήρξε  […] καθοριστικό για τις εξελίξεις της πολιτικής ζωής στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Η επικράτηση του Μαυροκορδάτου, που με θέσπισμα της 15ης Ιανουαρίου εκλέχτηκε πρόεδρος του Εκτελεστικού, εσήμανε και την επικράτησή του στον πολιτικό χώρο, όπως επίσης και τη διατήρηση της δύναμης των προκρίτων στις επαρχίες, ενώ αντίθετα ο Δημήτριος Υψηλάντης, αν και εκλέχτηκε πρόεδρος του Βουλευτικού σώματος, ουσιαστικά είχε παραγκωνιστεί. […] Κατά την εύστοχη παρατήρηση σύγχρονου ιστορικού, ο Υψηλάντης ‘δεν υπήρχε πλέον πολιτικώς’.»[31]

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Αλιβιζάτου Ν., Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία, 2012

Δημητρόπουλου Ανδ., Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2η έκδ., 2011

Κοραή Αδ., Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, έκδ. 2018

Παντελή Αντ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 5η έκδ., 2019

Παπαρρηγόπουλου Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, έκδ. Κέντρου Ευρωπαϊκών Εκδόσεων, 1994-95

Σακελλαρίου Μ., Μαλτέζου Χρ., Δεσποτόπουλου Αλ., Ελληνική Ιστορία, 3η έκδ., 2010

foundation.parliament.gr/el/ekthesi/prosorino-politeyma-tis-ellados

hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagmatiki-Istoria/

 

[1] Σακελλαρίου Μ., Μαλτέζου Χρ., Δεσποτόπουλου Αλ., Ελληνική Ιστορία, 3η έκδ., 2010, τόμος 5ος , σελ. 100

[2] Παπαρρηγόπουλου Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, έκδ. Κέντρου Ευρωπαϊκών Εκδόσεων, 1994-95, τόμος 8ος, σελ. 199

[3] Σακελλαρίου Μ., Μαλτέζου Χρ., Δεσποτόπουλου Αλ., Ελληνική Ιστορία, 3η έκδ., 2010, τόμος 5ος , σελ. 99 επ.

[4] Δημητρόπουλου Ανδ., Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2η έκδ., 2011, σελ. 333

[5] Κοραή Αδ., Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, έκδ. 2018, σελ. 85 επ.

[6] Ό.π., σελ. 86 επ.

[7] Ό.π., σελ. 101

[8] Ό.π., σελ. 105

[9] Ό.π., σελ. 109

[10] Ό.π.

[11] Ό.π., σελ. 110 επ.

[12] hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagmatiki-Istoria/

[13] Ό.π.

[14] Κοραή Αδ., Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, έκδ. 2018, σελ. 119 επ.

[15] Ό.π., σελ. 124

[16] Ό.π., σελ. 128

[17] Ό.π., σελ. 144

[18] Ό.π., σελ. 148

[19] Ό.π., σελ. 155

[20] Ό.π., σελ. 155 επ.

[21] Ό.π., σελ. 180

[22] hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagmatiki-Istoria/

[23] Κοραή Αδ., Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, έκδ. 2018, σελ. 180 επ.

[24] Ό.π., σελ. 185 επ.

[25] Ό.π., σελ. 197 επ.

[26] Ό.π., σελ. 201

[27] hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagmatiki-Istoria/

[28] Παπαρρηγόπουλου Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, έκδ. Κέντρου Ευρωπαϊκών Εκδόσεων, 1994-95, τόμος 8ος, σελ. 199

[29] foundation.parliament.gr/el/ekthesi/prosorino-politeyma-tis-ellados

[30] Ό.π.

[31] Σακελλαρίου Μ., Μαλτέζου Χρ., Δεσποτόπουλου Αλ., Ελληνική Ιστορία, 3η έκδ., 2010, τόμος 5ος , σελ. 100

Κόρινθος, 26-6-2022

Ιωάννης Δημ. Κονομόδης

Δικηγόρος, LL.M.